Home ΣΤΡΑΤΟΣ / ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ / ΕΥΠ Τέλος διαβούλευσης για το νομοσχέδιο για το νέο θεσμικό πλαίσιο ΕΥΠ & Κυβερνοασφάλειας

Τέλος διαβούλευσης για το νομοσχέδιο για το νέο θεσμικό πλαίσιο ΕΥΠ & Κυβερνοασφάλειας

by _
0 comment 421 views
Τέλος διαβούλευσης για το νομοσχέδιο για το νέο θεσμικό πλαίσιο ΕΥΠ & Κυβερνοασφάλειας
Τέλος διαβούλευσης για το νομοσχέδιο για το νέο θεσμικό πλαίσιο ΕΥΠ & Κυβερνοασφάλειας

Τέλος διαβούλευσης για το νομοσχέδιο για το νέο θεσμικό πλαίσιο ΕΥΠ & Κυβερνοασφάλειας

Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση τέθηκε το νομοσχέδιο για το νέο θεσμικό πλαίσιο για ΕΥΠ και Κυβερνοασφάλεια

από Fantomas

Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση τέθηκε το νομοσχέδιο υπό τον τίτλο: «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών». Η διαβούλευση ολοκληρώνεται σήμερα 22 Νοεμβρίου 2022.

Δείτε εδώ το σχέδιο νόμου  

Όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης αλλά και πολλοί διακεκριμένοι νομικοί, ιδίως Συνταγματολόγοι τοποθετήθηκαν δημόσια για το σχέδιο νόμου με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών να ασκούν επικριτική κριτική στην Κυβέρνηση γι αυτό το νομοσχέδιο.

Πρόκειται για το νομοσχέδιο με το οποίο θα απαγορεύεται υποτίθεται η πώληση παράνομων κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης, ενώ φέρνει και μια αλλαγή ως προς την περιβόητη επίκληση του απορρήτου, πίσω απ’ την οποία επιμένει να κρύβεται ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, αρνούμενοι να άρουν τη σχετική ρύθμιση για την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) επί της ουσίας.

Ενώ θα μπορούσε να εισακούσει το αίτημα σύσσωμης της Αντιπολίτευσης να επαναφέρει την ρύθμιση που ο ίδιος κατάργησε ώστε να μπορεί κάποιος να ενημερώνεται κατευθείαν απ’ την ΑΔΑΕ για το αν έχει πέσει θύμα παρακολούθησης, η κυβέρνηση επέλεξε μια εντελώς προσχηματική τροπολογία. Το νέο νομοσχέδιο προβλέπει λοιπόν πως θα μπορεί κάποιος να αποτανθεί στην ΑΔΑΕ για ενημέρωσή του, αλλά μόνο τρία χρόνια μετά θα μπορεί να μάθει! Κάτι βέβαια που προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Επιπλέον, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η τελική απόφαση θα είναι ζήτημα τριμελούς επιτροπής στην οποία θα συμμετέχει ο Διοικητής της ΕΥΠ, ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ και ο αρμόδιος Εισαγγελέας. Η όποια απόφασή τους θα λαμβάνεται χωρίς χρήση πρακτικών και χωρίς να φαίνεται η μειοψηφούσα άποψη, αν υπάρχει. Αν η επιτροπή αποφασίσει αρνητικά, τότε ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να επαναλάβει την αίτηση μετά από ένα χρόνο.

Το νομοσχέδιο αποκαλύπτεται την ώρα που είδε το φως της δημοσιότητας η έκθεση κόλαφος της ΑΔΑΕ, η οποία πέραν της αύξησης των «νόμιμων» επισυνδέσεων καυτηριάζει την απόφαση της κυβέρνησης με την οποία απαγορεύτηκε η γνωστοποίηση της παρακολούθησης για λόγους Εθνικής Ασφάλειας. Συγκεκριμένα, η έκθεση πεπραγμένων για το 2021 καταγράφει 15.475 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν άρση απορρήτου για λόγους Εθνικής Ασφάλειας, έναντι 13.751 το 2020 και 11.680 2019. Επιπλέον, τονίζει ότι η απόφαση της κυβέρνησης με την οποία απαγορεύτηκε η γνωστοποίηση της παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι ασύμβατη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η δυσώδης λοιπόν υπόθεση των υποκλοπών φανερώνει μέρα με τη μέρα ένα καλά οργανωμένο και ευρύ δίκτυο ώσμωσης της ανεξέλεγκτης εξουσίας, απουσία ισχυρών θεσμικών αντίβαρων, με το οργανωμένο παρακράτος, με απόλυτη ευθύνη –αν όχι σχεδιασμό– του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και των συν αυτώ. Σε αυτό το πλαίσιο, το νομοσχέδιο που παρουσιάστηκε για την προστασία του απορρήτου και την αναδιοργάνωση της ΕΥΠ είναι τουλάχιστον εγκληματικό και αποτελεί μνημείο αυταρχισμού, πρόκληση για κάθε δημοκρατικό πολίτη της χώρας και συνιστά ολοκλήρωση της επιχείρησης συγκάλυψης του σκανδάλου.



Με απλά λόγια, πρώτον η ΕΥΠ θα αποφασίζει ποιο λογισμικό είναι παράνομο και ποιο όχι και η ΕΥΠ με την «ενσωματωμένη» Εισαγγελέα της να αποφασίζει αν θα ενημερώσει έπειτα από τρία χρόνια (δηλαδή ποτέ) όσους αδίκως παρακολούθησε για λόγους Εθνικής Ασφάλειας. Στο ενδιάμεσο θα έχει καταστραφεί κάθε στοιχείο που θα εξηγεί τι έγινε μόλις έξι μήνες μετά την παύση ισχύος της σχετικής εισαγγελικής διάταξης. Πλήρες κουκούλωμα δηλαδή, μηδέν λογοδοσία.

Ο αόριστος ορισμός της Εθνικής Ασφάλειας καταγγέλλεται ήδη από πλήθος έγκριτων Συνταγματολόγων, όμως ίσως να μην είναι το χειρότερο από όλα τα σημεία του νομοσχεδίου. Η ξεκάθαρη υποβάθμιση του ρόλου της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, η θεσμοθέτηση της δυνατότητας της ελεγχόμενης από τον Μητσοτάκη ΕΥΠ να παρακολουθεί πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων μέλη της Κυβέρνησης, ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αρχηγοί κομμάτων κ.ά., και κυρίως τα ορθάνοιχτα παράθυρα που αφήνει το νομοσχέδιο για την προμήθεια και χρήση κακόβουλων λογισμικών από την ΕΥΠ, δείχνουν πως η Alt-Right κυβέρνηση Mητσοτάκη αφενός κοροϊδεύει τον κόσμο και αφετέρου προσπαθεί να εδραιώσει την εξουσία της με κάθε μέσο.

Τα επιχειρήματα περί αναγκαστικής τριετίας –για λόγους ασφαλείας– μέχρι ο δύσμοιρος «επισυνδεδεμένος» πολίτης να μάθει το γιατί παρακολουθήθηκε αλλά και η τυπική έγκριση που θα δίνεται στο εξής από τον πρόεδρο της Βουλής για παρακολούθηση ακόμα και του ΠτΔ είναι αντίθετα με το Σύνταγμα, ενώ στις διατάξεις θεσμοθετούνται μεγαλύτερα στεγανά και πλήρης απουσία κοινοβουλευτικού ελέγχου.

Πρέπει όμως εδώ να τονίσουμε ότι δικαιολογημένα η κυβέρνηση διαφημίζει μέσω των δορυφόρων της ως καινοτόμο το νομοσχέδιο (Γεραπετρίτη – Τσιάρα) για τη «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοσαφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών», διότι πράγματι είναι η πρώτη φορά μετά τη χούντα που θεσμοθετείται τόσο απροκάλυπτα η παραβίαση Συντάγματος και νόμων για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών.

Ήδη οι πλέον κραυγαλέες διατάξεις του νομοσχεδίου έχουν διεξοδικά καταγραφεί και κατακριθεί σε εκτενή δημοσιεύματα και στις αντιδράσεις των υπό παρακολούθηση «εσωτερικών εχθρών», συνταγματολόγων, κομμάτων κ.λπ. παρά τις απέλπιδες προσπάθειες να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις με non paper «καλών προθέσεων».



Το μόνο σωστό που κάνουν στην σημερινή Κυβέρνηση, σε αντίθεση με αυτά που εισηγούνται κάποιοι, είναι η παραμονή μιας τέτοιας υπηρεσίας με ευρύτητα αρμοδιοτήτων υπό τον Πρωθυπουργό όπως έπραξε με τον νόμο 1645/1986 ο Ανδρέας Παπανδρέου αλλά και το μη «σπάσιμο» της Υπηρεσίας σε δύο ή και τρία άλλα Υπουργεία όπως προτείνουν κάποιοι που μάλλον δεν γνωρίζουν τα μεγέθη αλλά και τις ανάγκες άλλων μεγάλων χωρών.

Νομοσχέδιο «έκτρωμα»

Με βαριές εκφράσεις υποδέχθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις παρακολουθήσεις. Στην Κουμουνδούρου εκτιμούν πως «το σχέδιο νόμου αποτελεί νομοθετική ταφόπλακα στην προσπάθεια να έρθει η αλήθεια στο φως» και «επιβεβαιώνει με πανηγυρικό τρόπο την ενοχή» του πρωθυπουργού.

Η αξιωματική αντιπολίτευση έχοντας στο στόχαστρο πάντα τον Κυρ. Μητσοτάκη σημειώνει πως «επιχειρεί την επισημοποίηση της ομερτά, και τη θεσμοθέτηση της επιχείρησης συγκάλυψης του σκανδάλου».

Παρά τις επισημάνσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και της ΑΔΑΕ, παρά την αντίθεση σύσσωμης της αντιπολίτευσης, αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., «φέρνει ένα έκτρωμα για να μπορέσει να κρυφτεί για τρία χρόνια».

Καταλογίζει ευθύνες στην κυβέρνηση καθώς «δεν επαναφέρει σε ισχύ τη διάταξη που κατάργησε και μάλιστα αναδρομικά για την δυνατότητα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου» εξηγώντας ότι σχετικό αίτημα μπορεί να διατυπωθεί τρία χρόνια μετά από τη λήξη της παρακολούθησης.

«Με άλλα λόγια, μέχρι τις εκλογές, δεν θα ξέρουμε ποιος ήταν ο λόγος εθνικής ασφάλειας για τον οποίον παρακολουθούνταν όχι μόνο ο κ. Ανδρουλάκης ή ο κ. Κουκάκης, αλλά και όσα άλλα θύματα παρακολουθήσεων από το Predator ενδεχομένως βρίσκονταν και σε παράλληλη επισύνδεση από την ΕΥΠ» καταλήγει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.



«Συστημικές παθολογίες» για τον Γ. Γεραπετρίτη οι υποκλοπές – Καμία λέξη για κυβερνητικές ευθύνες

Άρθρο του Υπουργού Επικρατείας στην «Καθημερινή»

Με τον περίπου… ιατρικό ορό «συστημικές παθολογίες», επιχείρησε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα γύρω από το σκάνδαλο  των υποκλοπών που έχει ξεσπάσει στην ελληνική πολιτική ζωή.

Ο Υπουργός Επικρατείας και στην προσπάθειά του  να περιγράψει το πλαίσιο σχεδίου νόμου για την για την άρση απορρήτου με άρθρο του στην «Καθημερινή» αποφεύγει να αναφερθεί στις υποκλοπές παρά μόνο στο τέλος του άρθρου τις αναφέρει ως «κακόβουλα λογισμικά», ενώ την παρακολούθηση Ανδρουλάκη την αναφέρει ως «άρση απορρήτου Ανδρουλάκη».

Μάλιστα σπεύδει να πει πως τα «κακόβουλα» αυτά λογισμικό υπάρχουν παντού σε όλες τις χώρες, ενώ αρνούμενος να αναλάβει τις ευθύνες της κυβέρνησης μιλά για «λάθη» γενικώς και αορίστως ούτε καν «λάθη ΜΑΣ» για να συμπληρώσει: «Θέλουμε να κοιτάμε μπροστά».

Αντί να πει ο υπουργός Επικρατείας «Αναγνωρίζοντας τα λάθη ΜΑΣ, αναλαμβάνουμε τις ευθύνες ΜΑΣ, όποιες και αν είναι αυτές», επιχειρεί να διαφύγει από την δύσκολη θέση με γενικόλογους όρους.

Αναλυτικώς, όπως σημειώνει στο άρθρο του ο υπουργός Επικρατείας,

«η αλληλεπίδραση τεχνολογίας και ιδιωτικότητας συνιστά μια από τις δυσκολότερες εξισώσεις που οφείλει να διαχειριστεί μια σύγχρονη κοινωνία. Κι αυτό, διότι η τεχνολογία εξελίσσεται με τόσο ραγδαίους ρυθμούς, ώστε η άμυνα της πολιτείας σε παραβιάσεις δικαιωμάτων των πολιτών να καθίσταται αναχρονιστική πριν καν προλάβει να εμπεδωθεί. Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο όταν στην εξίσωση εντάσσεται η παράμετρος της εθνικής ασφάλειας. Θα πρέπει να αναζητείται μια χρυσή ισορροπία αναλογίας με βιώσιμα χαρακτηριστικά, που, χωρίς να απονευρώνει τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας, που επιτελούν αναγκαίο εθνικό έργο, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, δεν θα παρεμβαίνει σε δικαιώματα των πολιτών, παρά μόνο στο αναγκαίο μέτρο».



Το νομοθετικό πλαίσιο για τις άρσεις απορρήτου των επικοινωνιών ανατρέχει στο 1994, υπενθυμίζει, ο Γ. Γεραπετρίτης, τότε δηλαδή που «μόλις είχε ξεκινήσει η λειτουργία των κινητών τηλεφώνων στην Ελλάδα, που η διείσδυση του διαδικτύου ήταν στο 0,5% του πληθυσμού, που οι υπολογιστές λειτουργούσαν με επεξεργαστές πολύ χαμηλών δυνατοτήτων, που δεν υφίστατο ο όρος κυβερνοασφάλεια, διότι πρακτικά δεν είχε λόγο ύπαρξης».

Παρά ταύτα, συνεχίζει, «η αναχρονιστική αυτή νομοθεσία επιβίωσε ως τις μέρες μας, προκαλώντας πολλαπλά προβλήματα εφαρμογής και παρουσιάζοντας μηδενικά αντανακλαστικά στις εξελίξεις και στις κρίσεις. Πώς αλήθεια να παλέψεις σήμερα την ενίοτε δυστοπική εξέλιξη της τεχνολογίας, με ρυθμιστικά εργαλεία που θεσπίστηκαν προ 30 ετών;» διερωτάται ακόμη.

Ερχόμενος στην τρέχουσα περίοδο, ο υπουργός Επικρατείας υπογραμμίζει πως η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, που ήδη βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση και θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή το αμέσως επόμενο διάστημα, «αλλάζει ριζικά το υφιστάμενο πλαίσιο σε όλα τα επίπεδα».

Εισερχόμενος στις λεπτομέρειες του σχεδίου νόμου, σε σχέση με την οργάνωση και λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, κατ’ αρχάς:

«(α) Διοικητής μπορεί να είναι μόνο διπλωμάτης ή απόστρατος ανώτατος αξιωματικός, ενόσω σήμερα μπορεί να είναι οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος ή ιδιώτης.

Αν και η περιγραφή της συγκεκριμένης θέσης στο νομοσχέδιο είναι ασαφής ως προς τους τίτλους των υποψηφίων ο εμπνευστής της μάλλον είναι άσχετος με την διεθνή πρακτική… Δηλαδή για παράδειγμα  ΣΕΑ (Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας) του Πρωθυπουργού μπορεί να είναι ένας Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων όπως ο κύριος Ντόκος (πρώην Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ) αλλά δεν μπορεί να είναι Διοικητής της ΕΥΠ… Θυμίζουμε στον Πρωθυπουργό ότι ο κ. Ντόκος αντικατέστησε έναν Ναύαρχο ε.α. ο οποίος κρίθηκε ότι δεν ήταν ικανός για ΣΕΑ αλλά θα μπορεί να κριθεί ικανός ένας απόστρατος Αξιωματικός για Διοικητής της ΕΥΠ… Να θυμίσουμε στον Πρωθυπουργό ότι πρώην υπάλληλοι Μυστικών Υπηρεσιών όπως ο Τζωρτζ Τέννετ κρίθηκαν ικανοί για διευθύνοντες την μεγαλύτερη Μυστική Υπηρεσία του κόσμου την CIA ενώ άλλοι υπάλληλοι Μυστικών Υπηρεσιών κρίθηκαν ικανοί για Πρόεδροι υπερδυνάμεων όπως της Ρωσίας (Βλαντιμίρ Πούτιν KGB). Δηλαδή μας λένε τώρα ότι Στρατιωτικοί ή Αστυνομικοί (που είναι αμφίβολο αν κάποιοι από αυτούς είναι απόφοιτοι ΑΕΙ) κρίνονται ικανοί για την διοίκηση μιας Μυστικής Υπηρεσίας όταν είναι πολύ πιθανό ότι δεν έχουν ποτέ υπηρετήσει σε μία τέτοια ή υπηρέτησαν για λίγο κάτω από μόνιμα στελέχη μιας τέτοιας υπηρεσίας αλλά δεν έχουν και εμπειρία επί θεμάτων Διεθνών Σχέσεων…  Δηλαδή ένας Καθηγητής Πανεπιστημίου ή ένας επιστήμονας – εμπειρογνώμονας  πάνω σε αυτά τα αντικείμενα όπως ο κ. Ντόκος, ή ένας Νομικός ή πρώην Δικαστικός ή Εισαγγελέας ή έμπειρος υπάλληλος μιας Μυστικής Υπηρεσίας δεν θα μπορούσε να είναι Διοικητής μιας Μυστικής Υπηρεσίας;

(β) Ιδρύεται Ακαδημία Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας με αποστολή την εκπαίδευση, επιμόρφωση και εξειδίκευση του προσωπικού, ενόσω σήμερα δεν υφίσταται συγκροτημένη τέτοια δομή.

Αυτό το θέμα είναι κάτι που παρακολουθώντας τον Ιούνη του 2008 μία επιστημονική Ημερίδα που διοργάνωσε η ΠΟΣΕΥΠ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων ΕΥΠ) παρουσία της τότε πολιτικής και φυσικής ηγεσίας της Υπηρεσίας (Πρ. Παυλόπουλος αρμόδιος Υπουργός και Ι. Κοραντής Διοικητής) αλλά και εκπροσώπων όλων των κομμάτων της Βουλής, Καθηγητών Πανεπιστημίου, Στρατιωτικής και Αστυνομικής ηγεσίας και δημοσιογράφων) ακούσαμε τον Πρόεδρο της ΠΟΣΕΥΠ κ. Κώστα Αγγελάκη, να αναφέρει στην εισαγωγική ομιλία του ότι χρόνιο αίτημα των υπαλλήλων ήταν η ίδρυση μιας Σχολής – Ακαδημίας για την εκπαίδευση σε άλλες βάσεις του προσωπικού της Υπηρεσίας. Ο κ. Κοραντής το υποσχέθηκε και όπως μάθαμε μετά είχαν ήδη ξεκινήσει οι διαδικασίες αλλά η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή το 2009 παρέδωσε την εξουσία και όλα αυτά τελμάτωσαν στην πολύπαθη αυτή Υπηρεσία… Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής αυτής της Ημερίδας ήταν ο σημερινός ΣΕΑ κ. Ντόκος και τα Πρακτικά της Ημερίδας «ΚΡΑΤΟΣ – ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ – Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ»  εκδόθηκαν από τις Εκδόσεις «Δίκαιο & Οικονομία – Π.Ν.  Σάκκουλας».

ΚΡΑΤΟΣ - ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ // Η

Επίσης, σε εκείνη την Ημερίδα ακούσαμε και για την ίδρυση Τμήματος Επικοινωνίας – Τύπου της ΕΥΠ αλλά και για Τμήμα Μελετών που αναφέρονται και στο σημερινό σχέδιο νόμου… Καλό θα ήτο λοιπόν ο κ. Γεραπετρίτης και οι ιθύνοντες του νομοσχεδίου αυτού να ρίξουν και μια ματιά στα άρθρα 1 & 2 του Π.Δ. 126/2009 που αναφέρονται και σε Τμήματα Επικοινωνίας και Μελετών όπως είχαν προβλέψει ο κ. Κοραντής και οι τότε ιθύνοντες της ΕΥΠ αλλά όπως είπαμε δεν πρόλαβαν καθότι αυτό το Π.Δ. υπογράφηκε τον Σεπτέμβρη του 2009 και ο κ. Κοραντής είχε ήδη αποχωρήσει από την ΕΥΠ και η Κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή λίγες μέρες μετά… Το γιατί τώρα δεν υλοποιήθηκαν αυτά ας ρωτήσουν τους υπευθύνους από το 2009 έως και σήμερα…

Διαβάστε εδώ: ´

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ – ΟΡΓΑΝΑ

ΑΡΘΡΟ 1

Διάρθρωση Ε.Υ.Π.

  1. Η Ε.Υ.Π. συγκροτείται από την Κεντρική Υπηρεσία και τις Περιφερειακές Μονάδες. Οι Υπηρεσίες της Ε.Υ.Π. διαρθρώνονται σε Διευθύνσεις, Υποδιευθύνσεις, Μονάδες, Αυτοτελή Τμήματα, Τμήματα, Αυτοτελή Γραφεία και Γραμματείες, όπως καθορίζονται ειδικότερα στο παρόν άρθρο και εξειδικεύονται αναλυτικά στον Εσωτερικό Κανονισμό της Ε.Υ.Π.

α. Η Κεντρική Υπηρεσία περιλαμβάνει:

– Τη Γραμματεία Διοικητή

– Τις Γραμματείες Υποδιοικητών

– Την Α΄ Διεύθυνση

– Τη Β΄ Διεύθυνση

– Τη Γ΄ Διεύθυνση

– Τη Δ΄ Διεύθυνση

– Την Ε΄ Διεύθυνση

– Τη ΣΤ΄ Διεύθυνση

– Τη Ζ΄ Διεύθυνση

– Την Η΄ Διεύθυνση

– Την Θ΄ Διεύθυνση

– Το Τμήμα Ελεγκτικού

– Το Τμήμα Επικοινωνίας

– Το Τμήμα Μελετών

β. Οι Περιφερειακές Μονάδες περιλαμβάνουν

– Τις Περιφερειακές Μονάδες Υποστήριξης (Π.Μ.Υ.), τις Ηλεκτρονικές Μονάδες (Η/Μ) καθώς και τα Κλιμάκια αυτών, όπως εξειδικεύονται στον Εσωτερικό Κανονισμό της Ε.Υ.Π.

– Τα όργανα και τους συνδέσμους που ιδρύονται ή τοποθετούνται σε διάφορες περιοχές της Χώρας ή του εξωτερικού, όπως εξειδικεύονται αναλυτικά στον Εσωτερικό Κανονισμό της Ε.Υ.Π.

  1. Στην Ε.Υ.Π. λειτουργούν:

α. Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Κράτους που στελεχώνεται σύμφωνα με τις περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεις (ν. 3086/2002, Α΄ 324).

β. Συντονιστικό Συμβούλιο Διαχείρισης Πληροφοριών και Συμβούλιο Πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 του ν. 3649/2008 αντίστοιχα.

γ. Υπηρεσία Ιστορικού Αρχείου σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 4 εδ. β΄ του ν. 3649/2008.

  1. Στην Ε.Υ.Π. συνιστάται Γραφείο Εισαγγελέα επί θεμάτων της Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008.

ΑΡΘΡΟ 2

Αρμοδιότητες Υπηρεσιών Ε.Υ.Π.

  1. Οι Υπηρεσίες της Ε.Υ.Π. έχουν τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α. Γραμματεία Διοικητή.

Εξασφαλίζει τη γραμματειακή υποστήριξη του Διοικητή, τηρεί την αλληλογραφία του και μεριμνά για την ομαλή λειτουργία του Γραφείου του.

β. Γραμματείες Υποδιοικητών.

Εξασφαλίζουν τη γραμματειακή υποστήριξη των Υποδιοικητών, τηρούν την αλληλογραφία τους και μεριμνούν για την ομαλή λειτουργία των Γραφείων τους.

γ. Α΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια για τη συλλογή πληροφοριών που αφορούν στην εθνική ασφάλεια της χώρας στο στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό τομέα.

δ. Β΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια για θέματα συνεργασίας της Ε.Υ.Π. με Ξένες Υπηρεσίες Πληροφοριών καθώς και για τη γραμματειακή υποστήριξη του Συντονιστικού Συμβουλίου Διαχείρισης Πληροφοριών, του Συμβουλίου Πληροφοριών και της Υπηρεσίας Ιστορικού Αρχείου, της παραγράφου 2 του προηγουμένου άρθρου.

ε. Γ΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια για τη σχεδίαση και υλοποίηση του έργου της συλλογής, επεξεργασίας και διανομής στις αρμόδιες αρχές των πάσης φύσεως πληροφοριών που αφορούν στην αντιμετώπιση της κατασκοπευτικής δραστηριότητας εις βάρος της χώρας, στην προάσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος και εν γένει των εθνικών συμφερόντων. Επίσης συλλέγει, επεξεργάζεται και παρέχει πληροφορίες και εκτιμήσεις για τρομοκρατικές απειλές και για δραστηριότητες ομάδων οργανωμένου εγκλήματος.

στ. Δ΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια για την ανάλυση, επεξεργασία και διανομή στους εθνικούς φορείς του εισερχόμενου στην Υπηρεσία πληροφοριακού υλικού που αφορά στην πολιτικοοικονομική κατάσταση και ασφάλεια των χωρών του εγγύς και ευρύτερου περιβάλλοντος της χώρας.

ζ. Ε΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια:

– για τη συλλογή πληροφοριών από και με ηλεκτρονικά μέσα και για την ασφάλεια εν γένει των εθνικών επικοινωνιών.

– για τεχνικής φύσεως θέματα ασφάλειας πληροφοριών (INFOSEC) και ειδικότερα για την ασφάλεια των εθνικών και των με την Ε.Ε. επικοινωνιών, των συστημάτων τεχνολογίας πληροφοριών καθώς και για την αξιολόγηση και πιστοποίηση των διαβαθμισμένων συσκευών και συστημάτων ασφάλειας επικοινωνιών και πληροφορικής.

– για τη συλλογή, την επεξεργασία δεδομένων και την ενημέρωση των αρμόδιων φορέων καθώς και για την, κατά περίπτωση, στατική και ενεργητική αντιμετώπιση των ηλεκτρονικών επιθέσεων κατά των κρισίμων υποδομών της χώρας και ειδικότερα κατά των δικτύων επικοινωνιών, εγκαταστάσεων αποθήκευσης πληροφοριών και συστημάτων πληροφορικής.

– για την ανάπτυξη, μηχανογραφική υποστήριξη και διαχείριση των πάσης φύσεως δικτύων επικοινωνιών της Ε.Υ.Π. και των δικτύων Η/Υ της Διεύθυνσης.

η. ΣΤ΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια για την ανάπτυξη, υποστήριξη και διαχείριση των συστημάτων πληροφορικής και δικτύων Η/Υ της Ε.Υ.Π., με την επιφύλαξη της περίπτωσης ζ, για την γραμματειακή υποστήριξη και την τήρηση των αρχείων της καθώς και για την παροχή τεχνικής υποστήριξης και μέσων στις υπηρεσίες της Ε.Υ.Π.

θ. Ζ΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια για τα θέματα που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση και εκπαίδευση του προσωπικού, στην οργάνωση καθώς και στα οικονομικά και στις συμβάσεις της Ε.Υ.Π.

ι. Η΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια για θέματα διοικητικής μέριμνας, διαχείρισης χρηματικού, υλικών και μέσων, τεχνικής υποστήριξης που αφορά στον έλεγχο καλής λειτουργίας και στη συντήρηση κτιριακών, ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων και οχημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας.

ια. Θ΄ Διεύθυνση.

Είναι αρμόδια για θέματα ασφάλειας εν γένει των υπηρετούντων στην Ε.Υ.Π., των υλικών, μέσων και εγκαταστάσεων αυτής.

ιβ. Τμήμα Ελεγκτικού.

Είναι αρμόδιο για τις οικονομικές επιθεωρήσεις των Διαχειρίσεων Χρηματικού και Υλικού της Ε.Υ.Π.

ιγ. Τμήμα Επικοινωνίας.

Είναι αρμόδιο για την αποδελτίωση των εντύπων και ηλεκτρονικών δημοσιευμάτων των ΜΜΕ που άπτονται της Ε.Υ.Π. και την προετοιμασία των κειμένων τα οποία, ύστερα από έγκριση της Ιεραρχίας της Ε.Υ.Π. πρόκειται να αποτελέσουν τις επίσημες απαντήσεις της Υπηρεσίας σε αυτά.

ιδ. Τμήμα Μελετών.

Είναι αρμόδιο για τη μελέτη, την έρευνα και τη διαμόρφωση προβλέψεων επί θεμάτων ενδιαφέροντος Ε.Υ.Π. Το Τμήμα Μελετών ανάλογα με το αντικείμενο συνεργάζεται κατά περίπτωση με Υπηρεσίες της Ε.Υ.Π. και άλλες κρατικές Υπηρεσίες καθώς και με Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Κέντρα Μελετών και φορείς Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου. Υποβάλλει στο Διοικητή τις μελέτες ή τα πορίσματα ερευνών του Τμήματος.

ιε. Περιφερειακές Μονάδες.

Παρέχουν πληροφοριακή υποστήριξη υποβοηθώντας το έργο της Κεντρικής Υπηρεσίας της Ε.Υ.Π.

  1. Το προσωπικό της Ε.Υ.Π. κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των Υπηρεσιών της υποχρεούται, κατά τη συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, να τηρεί τις διατάξεις των ν. 2472/1997 (Α΄ 50), όπως ισχύει, 3471/2006 (Α΄ 133) και 3115/2003 (Α΄ 47) και των εκτελεστικών διατάξεων του τελευταίου.

(γ) Ενεργοποιείται για πρώτη φορά Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου για τον έλεγχο φαινομένων παράβασης καθήκοντος και διαφθοράς στην ΕΥΠ. (δ) Θεσπίζονται νέες εγγυήσεις διαφάνειας στη λειτουργία του Κέντρου Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας της ΕΥΠ».

Σε σχέση με τη νόμιμη άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας:

«(α) Την άρση επισπεύδει μόνο η ΕΥΠ και η αντιτρομοκρατική υπηρεσία, ενώ σήμερα την επισπεύδει καταρχήν κάθε δημόσια αρχή.

(β) Εξειδικεύεται η ‘εθνική ασφάλεια’ με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ενόσω σήμερα ο όρος προσδιορίζεται απεριόριστα από κάθε φορέα.

(γ) Η άρση πραγματοποιείται με αίτηση της αρχής και αποφάσεις δύο εισαγγελέων, επαναφέροντας από τον περασμένο Αύγουστο την πρόσθετη εγγύηση του δεύτερου εισαγγελέα που είχε καταργηθεί το 2018.

Μήπως εδώ θα έπρεπε κ. Γεραπετρίτη να τεθούν και χρονικά περιθώρια στην απόφαση των Εισαγγελέων αλλά και των Επιτροπών που προτείνετε καθότι αν η απόφαση δεν παρθεί άμεσα το «ύποπτο πουλάκι» μπορεί να πετάξει κι έτσι να χαθεί και η υπόθεση; Ιδίως σε θέματα Αντικατασκοπείας ή Διεθνούς Τρομοκρατίας… Λέμε τώρα… Γιατί καλοί και άγιοι Εισαγγελείς και Δικαστές και Πολιτικοί αλλά οι ρυθμοί τους δεν είναι ρυθμοί Μυστικών Υπηρεσιών… Διαβάστε και το τελευταίο κεφάλαιο (13ο) του Sun Tzu («Η Τέχνη του Πολέμου»)  και θα καταλάβετε…

(δ) Όταν η άρση αφορά πολιτικά πρόσωπα, θα πρέπει να δώσει σχετική άδεια ο Πρόεδρος της Βουλής πριν τη διπλή εισαγγελική κρίση, ενώ η άρση στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει άμεση και εξαιρετικά πιθανή διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας, ενόσω σήμερα δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία.

(ε) Το πρόσωπο που υπέστη την άρση ενημερώνεται ότι παρακολουθήθηκε μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση, όπως αξιολογείται από ειδικό τριμελές όργανο με τη συμμετοχή και του Προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.

Η τριετία λογίζεται εύλογος χρόνος, ώστε να υφίσταται απόσταση από γεγονότα υψίστης εθνικής ασφαλείας. (στ) Τίθενται αυστηρά χρονικά όρια για την καταστροφή των αρχείων. Για μεν το περιεχόμενο της παρακολούθησης (όπως ηχητικά αρχεία), προβλέπεται καταρχήν αυτόματη διαγραφή μετά την πάροδο 6 μηνών από την παύση της άρσης.

Για δε τον φάκελο με το υλικό τεκμηρίωσης για την άρση, προβλέπεται η καταστροφή του, καταρχήν μετά την πάροδο δέκα ετών από τη λήξη της άρσης. Έως σήμερα, ο νόμος προβλέπει την καταστροφή των αρχείων χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό».

Ως προς τα λογισμικά παρακολούθησης:

 «(α) Η χρήση λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης από ιδιώτες αναβαθμίζεται σε κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη ως 10 έτη, ενώ σήμερα είναι απλό πλημμέλημα. Η εμπορία και η απλή κατοχή χαρακτηρίζεται πλημμέλημα με ποινή ως 5 έτη, ενόσω το ειδικό σχετικό αδίκημα είχε καταργηθεί με τον Ποινικό Κώδικα του Ιουνίου του 2019. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται για πρώτη φορά καθολική απαγόρευση της ύπαρξης τέτοιων λογισμικών στην Ελλάδα. (β) Το δημόσιο μπορεί να προμηθεύεται λογισμικά παρακολούθησης μόνο με τις προϋποθέσεις που θέτει προεδρικό διάταγμα, το οποίο θα έχει υποβληθεί σε επεξεργασία του Συμβουλίου της Επικρατείας».

Παραλλήλως, στις αλλαγές που αφορούν την Κυβερνοασφάλεια:

«(α) Συστήνεται Επιτροπή Συντονισμού για θέματα Κυβερνοασφάλειας, με ισχυρές συντονιστικές αρμοδιότητες για να καταπολεμήσει το πρόβλημα πολυδιάσπασης των σχετικών δομών στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, το ΓΕΕΘΑ, την ΕΥΠ και την Ελληνική Αστυνομία.

(β) Καταρτίζεται για πρώτη φορά Εθνικό Σχέδιο Αποτίμησης Επικινδυνότητας Συστημάτων Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών για την αναγνώριση, ανάλυση και αποτίμηση των κινδύνων και των επιπτώσεών τους για την ασφάλεια των συστημάτων τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών σε εθνικό επίπεδο».

Στο καίριο θέμα των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, τέλος, σύμφωνα πάντα με τον Υπουργό Επικρατείας

«(α) Με 12 συγκεκριμένες παρεμβάσεις καλύπτονται κενά και αίρονται ασάφειες στην ενσωμάτωση του ενωσιακού πλαισίου τον Αύγουστο του 2019, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της ιδιωτικότητας. (β) Συγκροτείται Μόνιμη Επιστημονική Επιτροπή Προσωπικών Δεδομένων ως παρατηρητήριο για την έγκαιρη παρέμβαση σε θέματα που πλήττουν προσωπικά δεδομένα».

Εν κατακλείδι,

«η άρση απορρήτου του κυρίου Ανδρουλάκη και η ύπαρξη κακόβουλων λογισμικών στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την ανάδειξη σοβαρών συστημικών παθολογιών.

Προφανώς, κανένας δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος με όσα συνέβησαν.

Αναγνωρίζοντας τα λάθη, οφείλουμε να κοιτάμε μπροστά.

Ταυτόχρονα με τη δικαστική και κοινοβουλευτική διερεύνηση όλων των θεμάτων που ανέκυψαν, είναι αναγκαίο ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που τυποποιεί τις σχετικές διαδικασίες, αυστηροποιεί το ρυθμιστικό πλαίσιο, αντιπαρατίθεται με σύγχρονες προκλήσεις και εισάγει καλές πρακτικές προηγμένων συστημάτων του εξωτερικού. Μια τέτοια πρόταση θέτουμε στην κρίση της κοινωνίας και του αντιπροσωπευτικού σώματος», καταλήγει στο άρθρο του ο Γ. Γεραπετρίτης.

Σοβαρές ενστάσεις της ΑΔΑΕ για το νομοσχέδιο συγκάλυψης των παρακολουθήσεων

Παραμένουν στο σκοτάδι οι άρσεις απορρήτου. Απουσιάζει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος στην ΕΥΠ. Είναι απροκάλυπτη η παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.

Φύλλο και φτερό κάνει η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την ΕΥΠ που συγκαλύπτει το «Κυριάκος-Gate».

Με το νομοσχέδιο παραμένουν στο σκοτάδι οι άρσεις απορρήτου με τις νέες ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση. Απουσιάζει ο κοινοβουλευτικόις έλεγχος στην ΕΥΠ και είναι απροκάλυπτη η παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.

Η σημαντικότερη από όλες τις παρατηρήσεις της Ολομέλειας της ΑΔΑΕ είναι ότι μετά την ψήφισή του «θα σταματήσει υποχρεωτικά και αυτομάτως η δυνατότητα καταχώρησης και αποθήκευσης των παραλαμβανομένων από την ΑΔΑΕ διατάξεων και βουλευμάτων, αφού σύμφωνα με τα προηγηθέντα θα είναι αδύνατη η επιτασσόμενη κρυπτογράφηση». Τούτο, όπως εξηγεί η Αρχή, «ισοδυναμεί με ακύρωση κάθε δυνατότητας της ΑΔΑΕ να φτιάξει για ένα απροσδιόριστο διάστημα ένα δικό της αρχείο με προσωπικά δεδομένα (…)» Ουσιαστικά, η ΑΔΑΕ «θα γίνει με τον τρόπο αυτό και εκ των πραγμάτων μια μη αξιόπιστη Αρχή και μια μοναδική περίπτωση ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής που δεν θα έχει δικό της αρχείο διατάξεων και βουλευμάτων περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Αυτό μπορεί κανείς βάσιμα να υποθέσει ότι δεν είναι κάτι που είναι δυνατό να επιθυμεί η Εθνική Αντιπροσωπεία».

Γίνεται πλέον φανερό πως οι υποτιθέμενοι στόχοι του νομοσχεδίου ισχύουν μόνο στα non paper του Μαξίμου, ενώ προκαλούν γέλια οι ισχυρισμοί περί γρήγορων αντανακλαστικών, θεραπεία δυσλειτουργιών, περιορισμό ευχέρειας στις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ και σύγχρονο και συνεκτικό πλαίσιο ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης.

Η Ολομέλεια της ΑΔΑΕ συνήλθε την Παρασκευή (18/11) προκειμένου να μελετήσει το νομοσχέδιο για την διαδικασία άρσης απορρήτου των Επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων (που αναρτήθηκε για διαβούλευση στις 15.11.2022).

Παρατηρήσεις

Άρθρο 4:

Α) Με το άρθρο αυτό διατηρείται το παλιό σύστημα της έκδοσης της εισαγγελικής διάταξης για άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας στον εισαγγελέα της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ.
Ωστόσο το σύστημα αυτό πάσχει, σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις διαφάνειας και αποτελεσματικής προάσπισης του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών διότι η ανάθεση της αρμοδιότητας  έκδοσης των διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σε εισαγγελέα εφετών, αποσπασμένο από τον φυσικό του χώρο και λειτουργούντα στο περιβάλλον της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ, προκαλεί μια μορφή ενσωμάτωσής του στο περιβάλλον και τη νοοτροπία που κυριαρχούν στις υπηρεσίες αυτές.Η ρύθμιση αυτή απομακρύνεται  με τον τρόπο από την κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος στόχευση του συνταγματικού νομοθέτη, που είναι ένας ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός (και όχι απαραίτητα εισαγγελικός λειτουργός)  να  λειτουργεί ως εγγύηση προστασίας του κατά τα λοιπά απολύτως απαραβιάστου θεμελιώδους δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών και εφαρμογής κατά την λήψη της απόφασης του περί εκδόσεως διατάξεως άρσης του απορρήτου της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας.
Πρέπει, λοιπόν, για τον λόγο αυτό να επανέλθει το σύστημα το ισχύσαν προ του νόμου 3649/2008 και να ανατεθεί η αρμοδιότητα της έκδοσης των διατάξεων, περί των οποίων το άρθρο 4 του σχολιαζομένου νομοσχεδίου, σε εισαγγελέα εφετών, ο οποίος παραμένει στην έδρα του.
Περαιτέρω, για λόγους μείζονος εγγυήσεως είναι απαραίτητο η αρμοδιότητα αυτή να ανατεθεί σε τριμελές δικαστικό συμβούλιο(όχι απαραιτήτως αποτελούμενο από εισαγγελείς) το οποίο θα οφείλει να αποφαίνεται σε σύντομες αποκλειστικές προθεσμίες.

Β) Το προτεινόμενο νομοσχέδιο εξακολουθεί να μην συμπεριλαμβάνει στα στοιχεία, που περιέχονται στις εισαγγελικές  διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, τηναιτιολογία λήψεως του μέτρου. Αιτιολογία απαραίτητη, εφόσον αποτελεί το μόνο μέσο για να μπορεί αρμοδίως να διαπιστωθεί ότι κατά την εισαγγελική κρίση δεν εμφιλοχώρησε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του εισαγγελικού λειτουργού  κατά την εκ μέρους του ερμηνεία της νομικής έννοιας της εθνικής ασφάλειας καθώς και μη τήρηση της  συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της  αναλογικότητας.Τούτοκαθίσταται επιτακτικότερο, στην συγκεκριμένη περίπτωση από το γεγονός ότι στο άρθρο 3 περίπτ α του νομοσχεδίου δίδεται ένας υπεράγαν ευρύς ορισμός της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», με κινδύνους καταχρήσεων.

Γ) Η απαγόρευση  τήρησης αρχείου από τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου) θέτει ζητήματα διαφάνειας της διαδικασίας άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και αδυναμίας πραγματοποίησης λυσιτελούς και αποτελεσματικού ελέγχου από την ΑΔΑΕ.

Δ) Στο άρθρο 4 παρ. 7 ορίζεται η διαδικασία της εκ των υστέρων  γνωστοποίησης στον θιγέντα της κατά το παρελθόν τυχόν επισυμβάσης άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Η αρμοδιότητα αυτή αφαιρείται τελείως  από την ΑΔΑΕ και ανατίθεται  σε τριμελές όργανο το οποίο αποτελείται α) από τον Διοικητή της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ, β)τον εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Ομοίως η αίτηση δεν υποβάλλεται στην ΑΔΑΕ, αλλά στον  εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ.

Δα) Η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή  διότι α) το Σύνταγμα (άρθρο 19 παρ. 2) έχει επιλέξει  ως εγγυητή της τήρησης της νομοθεσίας περί προστασίας  του απορρήτου την ΑΔΑΕ και β)έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ [πρβλ.α)Klass και λοιποί κατά Γερμανίας,  απόφαση της 6.9.1978, παράγραφος 58, β)Weber και Saravia κατά Γερμανίας, υπόθεση υπ’ αριθ. 54934/00) παράγραφος 136, και γ) RomanZakharov κατά Ρωσίας, απόφαση της 4.12.2015, παράγραφος 288] από την οποία προκύπτει ότι, για να είναι συμβατή με το άρ. 8 της ΕΣΔΑ  (προστασία του ιδιωτικού βίου) εθνική νομοθεσία, απαιτείται η  γνωστοποίηση  στον θιγέντατου μέτρου να αποφασίζεται από ανεξάρτητο όργανο.

Δβ) Περαιτέρω, η απαγόρευση αποτύπωσης της τυχόν μειοψηφίας και της τήρησης πρακτικών καθιστά προβληματική την συμμετοχή του κάθε μέλους που, για λόγους συνειδησιακούς, θα ήθελε να μειοψηφήσει.  Τούτο κατά μείζονα λόγο όταν η απαγόρευση αυτή επιβάλλεται σε μέλος μιας ανεξάρτητης συνταγματικά κατοχυρωμένης Αρχής (όπως είναι ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ) που απολαύει προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεν είναι απλός διοικητικός υπάλληλος.

Δγ) Το χρονικό διάστημα των τριών ετών μετά την λήξη της άρσης του απορρήτου για να επιτραπεί η υποβολή αίτησης, που προβλέπεται από το άρθρο 4§7 του νομοσχεδίου, είναι άνευ αποχρώντος λόγου υπερβολικά μακρύ.

Δδ) Στην ίδια διάταξη του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι δεν θα περιέχονται στην ενημέρωση του θιγέντος οι λόγοι για τους οποίους είχε ληφθεί το μέτρο, με αποτέλεσμα να μην εκπληρώνεται ο σκοπός για τον οποίο γίνεται η γνωστοποίηση, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ και ο οποίος δεν είναι άλλος από το να χορηγηθεί στον θιγέντα η δυνατότητα να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα  και μέσα τα οποία προβλέπει η έννομη τάξη, προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα του απέναντι σε κάθε τυχόν μη σύννομη, ή καταχρηστική και δυσανάλογη εις βάρος του χρήση του μέτρου.

Άρθρο 6

Με το άρθρο 6 του νομοσχεδίου υιοθετείται η ρύθμιση ότι για όλα τα κακουργήματα μπορεί να δικαιολογηθεί η άρση του απορρήτου, προστίθεται δε επιπλέον και ένας μεγάλος κατάλογος πλημμελημάτων (πάνω από 50 από μια πρόχειρη καταμέτρηση).Έτσι όμως η διάταξη παρουσιάζει  σοβαρό πρόβλημα συμφωνίας με το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του  Συντάγματος, διότι μετατρέπει τον κανόνα σε εξαίρεση και την εξαίρεση σε κανόνα.

Άρθρο 8

Αναφορικά με την αποθήκευση από την ΑΔΑΕ των διατάξεων που της αποστέλλονται σε ειδικό αρχείο η διάταξη που προβλέπει τα σχετικά (άρθρο 8 παρ. 2) είναι ατελής και ασαφής.Ανακύπτουν δε πολύ σοβαρά ερωτήματα σε σχέση με την τηρητέα διαδικασία. Αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο  ως έχει,ως προς το θέμα αυτό, θα σταματήσει υποχρεωτικά και αυτομάτως η δυνατότητα καταχώρησης και αποθήκευσης των παραλαμβανομένων από την ΑΔΑΕ διατάξεων και βουλευμάτων, αφού για τους λόγους που παρατίθενται αναλυτικά στο πλήρες κείμενο με τις παρατηρήσεις της Αρχής,  θα είναι αδύνατη η κρυπτογράφηση, που επιβάλλεται για το  εν λόγω ειδικό αρχείο με την εν λόγω παράγραφο. Αν όντως συμβεί αυτό, θα ακυρωθεί ουσιαστικά η  δυνατότητα της ΑΔΑΕ να φτιάξει και να διατηρήσει ένα δικό της αρχείο με προσωπικά (και μη) δεδομένα με βάση  τα βουλεύματα και τις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου, που αποστέλλονται σε αυτήν και θα είναι υποχρεωμένη για να ασκήσει το συνταγματικό της καθήκον και τις αρμοδιότητες που της αναθέτει σε εκπλήρωση του καθήκοντός της αυτού ο νομοθέτης,  να καταφεύγει στα αρχεία τα τηρούμενα από τα ελεγχόμενα από αυτήν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή τους παρόχους των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, χωρίς μάλιστα να έχει καμία  δυνατότητα να διασταυρώσει τα περιεχόμενα σε αυτά δεδομένα. Αυτό μπορεί κανείς βασίμως να υποθέσει ότι δεν είναι κάτι που είναι δυνατό να επιθυμεί η Εθνική Αντιπροσωπεία.

Θα πρέπει να προβλεφθεί στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 2 και 8 παρ. 4 του νομοσχεδίου ότι πρέπει να κοινοποιούνται στην ΑΔΑΕ και οι εισαγγελικές αποφάσεις που αφορούν την ΕΥΠ και την ΔΑΕΕΒ, με τις οποίες απορρίπτεται υπηρεσιακό αίτημα για έκδοση διάταξης άρσης απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Και τούτο διότι, το ΕΔΔΑ για την εκτίμηση της συμβατότητας της σχετικής με τις άρσεις του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας νομοθεσίας μίας χώρας με την ΕΣΔΑ, συνεκτιμά ως ιδιαίτερα κρίσιμο κριτήριο το ποσοστό των εγκριθεισών άρσεων σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των υποβληθέντων αιτημάτων [ΕΔΔΑ Iordachi and others v. Moldova (25198/02) παράγραφοι 13 και 51].

Επαναλαμβάνεται  στο άρθρο 8 παρ. 5 η χορήγηση από το νομοθέτη εξουσιοδότησης προς τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης προκειμένου να εκδώσουν κοινή απόφαση, με την οποία θα καθορίζονται οι τεχνικές και λοιπές λεπτομέρειες που θα επιτρέψουν την αποστολή στην ΑΔΑΕ των διατάξεων και βουλευμάτων με ηλεκτρονικό τρόπο. Όμως, παρά το γεγονός ότι παρόμοια εξουσιοδότηση υπήρχε και στο προγενέστερο καθεστώς (άρθρο 5 § 12 του ν. 2225/1994, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 37 παρ.2 Ν.4786/2021, ΦΕΚ Α 43/23.3.2021 ) και παρά το γεγονός ότι από την θέση σε ισχύ της τελευταίας αυτής διάταξης παρήλθαν 20 μήνες, η εν λόγω κοινή υπουργική απόφαση δεν έχει εκδοθεί.

Τέλος, στο άρθρο 8 παρ. 8 τέταρτο εδάφιο του νομοσχεδίου ορίζεται ότι επιτρέπεται υπέρβαση του ανώτατου ορίου παρακολούθησης που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου (και που είναι δέκα μήνες) στις περιπτώσεις που η άρση έχει γίνει για λόγους εθνικής ασφάλειας. Όμως και στην εν λόγω υπέρβαση πρέπει ο νομοθέτης να θέσει ένα ανώτατο χρονικό όριο, διότι η χωρίς καταληκτικό χρονικό σημείο άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ενός πολίτου είναι προβληματική σε σχέση με την συμβατότητα της με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (πρβλ. απόφαση Roman Zakharov κατά Ρωσίας, απόφαση της 4.12.2015 παράγραφος 231).

Άρθρο 12

Mε το άρθρο αυτό προστέθηκε νέο άρθρο (με αριθμό  370ΣΤ) στον Ποινικό Κώδικα η αντικειμενική υπόσταση του οποίου δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων, αφού θα εξαρτάται από το τι θα αποφασίζει κάθε εξάμηνο ο εκάστοτε Διοικητής της ΕΥΠ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται έλλειμμα ασφάλειας δικαίου και ενδεχομένως αντίθεση στην αρχή nullum crimen nulla poena sine lege και  προς το άρθρο 7 του Συντάγματος.

Άρθρο 13

Με το άρθρο αυτό χορηγείται η δυνατότητα  προμήθειας και χρήσης λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης τύπου Pegasus/Predator από κρατικές δομές.
Κρίνεται απαραίτητη η έκδοση Κανονισμού από την ΑΔΑΕ,  με σκοπό την λήψη μέτρων ασφάλειας κατά την χρήση των ως άνω λογισμικών, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από την Αρχή η όλη διαδικασία καθώς και ότι θα τηρηθούν οι σχετικές συνταγματικές εγγυήσεις.
Ν. Ανδρουλάκης για νομοσχέδιο υποκλοπών: “Κύριε Μητσοτάκη δεν θα πάρουμε” – Τι είπε ο Καθηγητής Αλιβιζάτος

Δεν θίγει τις σοβαρές παθογένειες του συστήματος τόνισε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Αντινομία το γεγονός ότι ενώ η τεχνολογία καλπάζει, οι εγγυήσεις για τα δικαιώματα του πολίτη περιορίζονται, είπε ο κ. Αλιβιζάτος.

Την… πόρτα στο προωθούμενο νομοσχέδιο υποκλοπών έκλεισε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκος Ανδρουλάκης, κατά τη συνέντευξη Τύπου, που έδωσε και στην οποία έκρινε πως οι διατάξεις του δεν αντιμετωπίζουν τις σοβαρές παθογένειες του συστήματος.

Ζήτησε επίσης με τη συνδρομή του Ευρωκοινοβουλίου να γίνει από την ελληνική Βουλή έλεγχος όλων των κινητών βουλευτών και συνεργατών τους. «Ο μόνος δρόμος είναι η δικαιοσύνη και καλώ όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να απευθυνθούν στη δικαιοσύνη» ανέφερε, προσθέτοντας πως «υπό το φόβο της καταδίκης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την πίεσή μας, η κυβέρνηση έφερε ένα σχέδιο νόμου, που παρά τα κάποια θετικά στοιχεία, δε θίγει τον πυρήνα των σοβαρών παθογενειών του συστήματος».

Και προσθέτει: «Στο σχέδιο νόμου της η κυβέρνηση προτείνει το αυτονόητο, επιβεβαιώνοντας τη θεσμική νίκη της παράταξής μας καθώς θέτει αυστηρές προϋποθέσεις και την ανάγκη πρότερης έγκρισης του Προέδρου της Βουλής για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων. Όμως εξακολουθεί να λείπει κάθε διάθεση λογοδοσίας, για μια υπόθεση που πλήττει βάναυσα το κύρος των θεσμών μας και δυσφημεί τη χώρα διεθνώς».

Όπως σχολίασε «αυτό δείχνει το γεγονός ότι μπαίνει όριο τριών ετών για να μάθει ο παρακολουθούμενος ότι παρακολουθήθηκε και όχι γιατί παρακολουθήθηκε καθώς και το ότι η ΑΔΑΕ, που θα έπρεπε να αποφασίζει για τη γνωστοποίηση της παρακολούθησης, παραγκωνίζεται από ένα συλλογικό όργανο, στο οποίο την πλειοψηφία θα έχουν οι ελεγχόμενοι Διοικητής και Εισαγγελέας της ΕΥΠ».

Ανδρουλάκης: Ο θεσμικός μας ρόλος είχε αποτέλεσμα

«Ο θεσμικός ρόλος που επιλέξαμε είχε τελικά αποτέλεσμα» σχετικά με την υπόθεση των παρακολουθήσεων, υπογράμμισε ο Νίκος Ανδρουλάκης σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στο “Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος”.

Ωστόσο, ανέφερε πως «πίσω από το επιτελικό συγκεντρωτικό κράτος της Νέας Δημοκρατίας, υπήρχε ένα ισχυρό και οργανωμένο παρακράτος, ένας παρακρατικός βραχίονας. Η ευθύνη του Πρωθυπουργού δεν μπορεί να «ξεπλυθεί» με την επίκληση «νόμιμων λαθών».

«Η ερευνητική δημοσιογραφία δείχνει με αριθμούς και ονοματεπώνυμα ότι το predator χειρίζονταν Έλληνες αστυνομικοί σε κτίριο της ΕΥΠ. Καθημερινά επίσης προβάλλονται λίστες, χωρίς όμως κανείς να γνωρίζει με βεβαιότητα τι ευσταθεί και τι όχι, ποιος δυσφημεί και ποιος δυσφημείται, ποιος εκβιάζει και ποιος εκβιάζεται» είπε.

«Ο θεσμικός ρόλος που επιλέξαμε είχε τελικά αποτέλεσμα» σχετικά με την υπόθεση των παρακολουθήσεων, υπογράμμισε ο Νίκος Ανδρουλάκης σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στο “Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος”.

«Το ζήτημα των παρακολουθήσεων δεν αφορά μόνο την πολιτική κοινότητα αλλά όλους τους πολίτες, είπε ο κ. Ανδρουλάκης και συνέχισε χαρακτηρίζοντάς το ως πρόβλημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελληνική παθογένεια. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, προχώρησε ακόμη σε συγκεκριμένες προτάσεις προς την Κυβέρνηση, ύστερα από το σχέδιο νόμου που δημοσιεύτηκε για τις υποκλοπές.

«Επιμένουμε θεσμικά. Ζητούμε την πλήρη αιτιολόγηση της άρσης απορρήτου και την αποκοπή της ΕΥΠ από το πρωθυπουργικό γραφείο», σημείωσε.

Οι προτάσεις Ανδρουλάκη και ο ρόλος του Ευρωκοινοβουλίου

Μεταξύ των προτάσεων που κατέθεσε είναι:

  • η κατάργηση της αντισυνταγματικής διάταξης που απαγορεύει στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει τους παρακολουθούμενους για λόγους εθνικής ασφαλείας και μάλιστα αναδρομικά,
  • η πλήρη αιτιολόγηση της άρσης του απορρήτου στην σχετική εισαγγελική διάταξη ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητά της,
  • η αποκοπή της ΕΥΠ από το πρωθυπουργικό γραφείο,
  • η τελική απόφαση για την παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφαλείας, να λαμβάνεται από Τριμελές Δικαστικό Συμβούλιο Εφετών και να γνωστοποιείται με πλήρη στοιχεία αμέσως στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ώστε ο έλεγχος να είναι ουσιαστικός.

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όταν ξεκίνησε τη λειτουργία της η Εξεταστική Επιτροπή PEGA σχετικά με τα παράνομα λογισμικά, δημιούργησε την απαραίτητη υποδομή για τον έλεγχο των κινητών των ευρωβουλευτών και πλέον και των συνεργατών τους» σημείωσε ο κ. Ανδρουλάκης.

«Έχω ήδη προτείνει, η Ελληνική Βουλή και ο κ. Τασούλας να αναλάβουν πρωτοβουλίες -τον προτρέπω να το κάνει εντός της εβδομάδας- προκειμένου να υπάρξει έλεγχος των κινητών τηλεφώνων όλων των Βουλευτών και των συνεργατών τους, όπως ακριβώς υπάρχει αυτή η δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Να πάψουν να υπάρχουν φήμες, υποψίες και ο πολιτικός κόσμος να είναι όμηρος αυτής της κατάστασης» τόνισε.

Καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος: Αδιανόητο να πάμε σε εκλογές με σκιές για παρακολουθήσεις

Στο ζήτημα των παρακολουθήσεων αναφέρθηκε ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος ο οποίος παραβρέθηκε στη συνέντευξη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Ο ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Νίκος Αλιβιζάτος χαρακτήρισε ως τη μεγάλη αντινομία το γεγονός ότι «ενώ η τεχνολογία τα τελευταία χρόνια καλπάζει, οι εγγυήσεις για να προφυλάξουμε τα δικαιώματα του πολίτη περιορίζονται. Το αντίθετο ακριβώς που συμβαίνει σε πάρα πολλές χώρες».

Και πρόσθεσε: «Ήδη, όπως μας πληροφόρησε ο Πρόεδρος, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν ειδοποιηθεί ότι υπάρχει η τελευταία εκδοχή του Predator που δεν χρειάζεται να πέσεις στην παγίδα και να πατήσεις το κουμπί, αλλά γίνεται η σύνδεση απευθείας. Ο ιδρυματικός εισαγγελέας, δηλαδή ο πλήρους απασχόλησης εισαγγελέας τοποθετείται στην ΕΥΠ με τον νόμο Παυλόπουλου της Νέας Δημοκρατίας το 2008. Αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει αυτό. Βάλτε το χέρι στην καρδιά και σκεφτείτε την προσωπική σας εμπειρία. Κάποιος είναι δίπλα σας και είστε 24 ώρες το 24ωρο μαζί. Τρώτε μαζί, τα λέτε για την οικογένεια σας. Είναι δυνατόν να είναι ανεξάρτητος απέναντί σας; Μπορεί να σας ελέγξει σοβαρά, όταν του κλείσουν το μάτι και του πουν ότι “είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και πρέπει να παρακολουθήσουμε τον άλλον”;» σημείωσε, ενώ πρόσθεσε ότι «ο ιδρυματικός εισαγγελέας είναι ένας περιορισμός της εγγυήσεως της δικαστικής αρχής που επιβάλει το Σύνταγμα για τις νόμιμες επισυνδέσεις».

Διαχρονική και διακομματική ευθύνη

Επιπλέον, υπογράμμισε ότι η ευθύνη είναι διαχρονική, αλλά και διακομματική. «Εντούτοις, η ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας με καθαρά επιστημονικά κριτήρια είναι ακόμη μεγαλύτερη. Τι σημαίνει η πρώτη δήλωση του πρωθυπουργού; ‘’Δεν γνώριζα. Αν γνώριζα, δεν θα είχε συμβεί’’. Σημαίνει ότι αν έδινε το ΟΚ ο ίδιος θα είχε γίνει η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη κανονικά. Δεν είναι δυνατόν σε μια ευνομούμενη χώρα, να εξαρτάται από τον πρωθυπουργό της χώρας η δυνατότητα παρακολούθησης ενός πολιτικού του αντιπάλου», επισήμανε.

Επανερχόμενος στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τις παρακολουθήσεις, ο κ. Αλιβιζάτος έθιξε το ζήτημα της αναδρομικότητας, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν προβλέπεται τίποτα για την αναδρομικότητα, για αυτά που έχουν συμβεί ως τώρα. Δεν είναι δυνατόν να πάμε σε εκλογές έτσι. Να υπάρχει βαθύτατη σκιά ότι κάποιος υποψήφιος πρωθυπουργός παρακολουθείται για λόγους εθνικής ασφαλείας. Είναι αδιανόητο. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε μια ευρωπαϊκή χώρα».

«Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι θα νιώθαμε πολύ μεγάλη ανακούφιση αν το ειδικό για αυτά τα θέματα – ευρωπαϊκό όργανο – όχι ένα φιλαράκι μας στην Κομισιόν – που είναι η Επιτροπή της Βενετίας καλείτο να βγάλει επείγουσα γνώμη για το εκκρεμές νομοσχέδιο, κάτι μπορεί να γίνει σε δύο μήνες», τόνισε ο κ. Αλιβιζάτος.

Τι ίσχυε και τι αλλάζει με το σχέδιο νόμου για τις παρακολουθήσεις

Δείτε τον συγκριτικό πίνακα

Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει αλλαγές στα θέματα του απορρήτου, την λειτουργία της ΕΥΠ, αλλά και τι θα ισχύει με τις παρακολουθήσεις.

Ακολουθεί συγκριτικός πίνακας σχετικά με το τι ίσχυε και τι αλλάζει με το Σχέδιο Νόμου «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών», που τέθηκε σήμερα σε δημόσια διαβούλευση:

Δείτε τον Πίνακα σε pdf

«Το ποινικό οπλοστάσιο για τις υποκλοπές υπάρχει. Θα εφαρμοστεί;»

Από το 2019 προβλέπεται νομική προστασία και ποινική μεταχείριση κατά τόσο της εμπορίας όσο και της εγκατάστασης ειδικών τεχνικών μέσων για παράνομες παρακολουθήσεις, τονίζει ο Μιχάλης Καλογήρου,  πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, υπογραμμίζοντας ότι «όσοι έχουν εμπλακεί σε αυτό το παρακράτος παρακολουθήσεων έχουν τελέσει πληθώρα και κακουργημάτων και πλημμελημάτων».

Μάλιστα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το άρθρο 61 του Ν.4855/2021, πρόσθεσε και τρίτο εδάφιο στο σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα.

Σε δήλωση του υπό τον τίτλο: «Το ποινικό οπλοστάσιο για τις υποκλοπές υπάρχει. Θα εφαρμοστεί;», ο κ. Καλογήρου, αφού παραθέτει αυτό το «ποινικό οπλοστάσιο», καταλήγει αναφέροντας ότι «το ανωτέρω πλαίσιο μπορούν να το επικαλεστούν, σε περίπτωση που τελικά αποφασίσουν να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη, όσοι υπουργοί, βουλευτές και στελέχη της Ν.Δ. φέρονται να έχουν πέσει θύματα των παράνομων παρακολουθήσεων των αρπακτικών του Predator…».

Η δήλωση του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου:

Επειδή η κυβέρνηση της Ν.Δ. ετοιμάζεται να αναλάβει πρωτοβουλία για το θέμα των υποκλοπών και τα στελέχη της παριστάνουν τους ευαίσθητους για δήθεν κενά και «πλημμεληματοποιήσεις» στην ποινική καταστολή μετά τις αλλαγές του ΠΚ, ας γνωρίζουν ότι υπάρχει ήδη το ποινικό οπλοστάσιο που απαγορεύει τα κακόβουλα λογισμικά στη χώρα μας. Όσοι έχουν εμπλακεί σε αυτό το παρακράτος παρακολουθήσεων έχουν τελέσει πληθώρα και κακουργημάτων και πλημμελημάτων.

Συγκεκριμένα, για να μην κοπιάζουν άδικα:

  • Άρθρο 292Α ΠΚ Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των επικοινωνιών: «1. Όποιος χωρίς δικαίωμα αποκτά πρόσβαση σε σύνδεση ή σε δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, και με τον τρόπο αυτόν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των τηλεφωνικών επικοινωνιών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους και χρηματική ποινή…4. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημιά σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή. Εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημιά υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή. Αν από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος, όπως μνημονεύονται στο άρθρο 134Α ΠΚ ή απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του κράτους ή στην ασφάλεια εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, επιβάλλεται κάθειρξη».
  • Παράνομη συλλογή και γνώση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παρ. 1 και ιδίως παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3471/2006: «3. Εφόσον ο δράστης των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτο, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 Euro) μέχρι και εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 Euro). Αν προκλήθηκε κίνδυνος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την εθνική Ασφάλεια, επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 Euro) μέχρι και τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (350.000 Euro)».
  • Τέλος, να μη ξεχνάμε τη διάταξη της εγκληματικής οργάνωσης άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ: «1. Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή».

Το ανωτέρω πλαίσιο μπορούν να το επικαλεστούν, σε περίπτωση που τελικά αποφασίσουν να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη όσοι υπουργοί, βουλευτές και στελέχη της Ν.Δ. φέρονται να έχουν πέσει θύματα των παράνομων παρακολουθήσεων των αρπακτικών του Predator…».

 

Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που αλλάζουν για τις υποκλοπές – Με άδεια του/της Προέδρου της Βουλής μπορεί να παρακολουθηθεί και ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Η θητεία του Εισαγγελέα της ΕΥΠ θα είναι τριετής και δεν θα ανανεώνεται, προβλέπει νέα διάταξη του νομοσχεδίου- Στις 22 Νοεμβρίου τελειώνει η δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο

 

Συζήτηση προ Ημερησίας Διατάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 143 του Κανονισμού της Βουλής, με πρωτοβουλία του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ κ. Αλέξη Τσίπρα, σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων “για τις παρακολουθήσεις από την υπαγόμενη στον Πρωθυπουργό ΕΥΠ πολιτικών αντιπάλων του και δημοσιογράφων” Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022 (ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EYROKINISSI)

 

Αλλαγή άρθρων του Ποινικού Κώδικα για το σκέλος που αφορά το πλαίσιο ποινών για τις υποθέσεις παρακολουθήσεων και “επαναποινικοποίηση” (κατά την διατύπωση της Κυβέρνησης) της χρήσης λογισμικών παρακολουθήσεων περιλαμβάνει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τις υποκλοπές που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και φέρει την υπογραφή Γεραπετρίτη- Τσιάρα.

Με αυτές:

α) γίνεται (και πάλι) κακούργημα με ποινή έως 10 χρόνια κάθειρξη η χρήση παράνομων λογισμικών και συσκευών και

β) επανέρχεται ως αδίκημα με την μορφή πλημμελήματος η εμπορία και κατοχή τέτοιων λογιστικών με ποινή 1-5 έτη.

Έτσι τροποποιείται το άρθρο 370Ε του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), ως προς το πλαίσιο ποινής, προστίθεται παρ. 3 και διαμορφώνεται ως ακολούθως:

«Άρθρο 370Ε

  1. Όποιος, αθέμιτα, με τη χρήση τεχνικών μέσων, παρακολουθεί ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσιες διαβιβάσεις δεδομένωνή ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές από, προς ή εντός πληροφοριακού συστήματος ή παρεμβαίνει σε αυτές με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί το περιεχόμενό τους, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών. 
  2. Με την ποινή της παραγράφου 1 τιμωρείται όποιος κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους τρόπους που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
  3. Αν οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 συνεπάγονται παραβίαση στρατιωτικού ή διπλωματικού απορρήτου ή αφορούν απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του Κράτους σε καιρό πολέμου τιμωρούνται κατά το άρθρο 146.».

Νομική διαφωνία στο νομοσχέδιο για τις υποκλοπές

Ουσιαστικά η Κυβέρνηση αναφέρει πως έως το 2019 η παράνομη υποκλοπή ήταν κακούργημα και τιμωρείτο με κάθειρξη έως 10 έτη, ενώ η κατοχή και εμπορία παράνομων λογισμικών ήταν πλημμέλημα και τιμωρείτο με φυλάκιση έως 2 έτη. “Λίγες μέρες πριν τη διάλυση της Βουλής για τις εκλογές του 2019 και ενόσω ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε την ύπαρξη στην Ελλάδα παράνομων λογισμικών, άλλαξε ακατανόητα ο Ποινικός Κώδικας με αποτέλεσμα η μεν υποκλοπή πλέον να τιμωρείται με φυλάκιση από 10 μέρες έως 5 έτη, η δε κατοχή και εμπορία αποποινικοποιήθηκε”. Με τις προτεινόμενες διατάξεις επανέρχεται ως είχε το κακούργημα για τη χρήση παράνομων λογισμικών και συσκευών και το πλημμέλημα της εμπορίας και κατοχής με ποινή 1-5 έτη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ με ανακοίνωση (μεταξύ άλλων του Μιχ. Καλογήρου, πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης και νυν Διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του Αλέξη Τσίπρα) υποστηρίζει ότι ο ποινικός κολασμός της εμπορίας λογισμικών αυτό καλύπτεται ήδη από το άρθρο 292Α ΠΚ όπου υπάρχει σχετική αναφορά.

“Δεν υπήρχε”

Η Κυβέρνηση αντιτείνει δια του νομοσχεδίου ότι “δεν υπήρχε απαγόρευση για κατοχή και εμπορία κακόβουλων λογισμικών που να αφορά την παραβίαση απορρήτου ιδιωτικών επικοινωνιών. Το ισχύον άρθρο 292Α δεν καλύπτει απολύτως τη διάταξη που φέρνουμε. Ανήκει στο κεφάλαιο “Εγκλήματα κατά τηλεπικοινωνιών” του Ποινικού Κώδικα και αναφέρεται σε πρόσβαση σε σύνδεση ή σε δίκτυο με τρόπο που θέτει σε συστημικό κίνδυνο τη φυσική ασφάλεια του δικτύου τηλεφωνικών επικοινωνιών (αρμοδιότητας ΕΕΤΤ). Αντιθέτως, η διάταξη του νέου νομοσχεδίου για τα κακόβουλα λογισμικά ανήκει στο κεφάλαιο “Προσβολές ατομικού απορρήτου και επικοινωνίας” και αφορά κάθε λογισμικό ή συσκευή που παρεμβαίνει σε ιδιωτικές επικοινωνίες (αρμοδιότητας ΑΔΑΕ). Συνεπώς, οι δύο διατάξεις έχουν διαφορετικό σκοπό. Για τον λόγο αυτό εξάλλου συνυπάρχουν και σήμερα, από μακρού χρόνου, στον ισχύοντα ποινικό κώδικα οι δύο διαφορετικές διατάξεις. Αυτό το οποίο προτείνουμε με το νομοσχέδιο είναι να επανέλθει με αυστηρότερο και αναβαθμισμένο ποινικά περιεχόμενο η διάταξη που κατήργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και αφορά την καθολική απαγόρευση εμπορίας, διάθεσης και κατοχής λογισμικών παρακολούθησης ατομικών επικοινωνιών”.

 

 

Η διάταξη

Έτσι προστίθεται νέο άρθρο 370ΣΤ στον ΠΚ ως ακολούθως:

«Άρθρο 370ΣΤ

  1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους τιμωρείται όποιος παράγει, πωλεί, προμηθεύεται προς χρήση, εισάγει, κατέχει, διανέμει ή με άλλο τρόπο διακινεί λογισμικά ή συσκευές παρακολούθησης, δηλαδή με δυνατότητα υποκλοπής, καταγραφής και κάθε είδους άντλησης περιεχομένου ή και δεδομένων επικοινωνίας (κίνησης και θέσης),τα οποία καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Ε.Υ.Π., η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση του πρώτου εδαφίου επικαιροποιείται το αργότερο κάθε έξι (6) μήνες.
  2. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους τιμωρείται όποιος παράγει, πωλεί, προμηθεύεται προς χρήση, εισάγει, κατέχει, διανέμει ή με άλλο τρόπο διακινεί συνθηματικά ή κωδικούς πρόσβασης ή άλλα παρεμφερή δεδομένα, με τη χρήση των οποίων είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός πληροφοριακού συστήματος.».

Το Δημόσιο και τα πολιτικά πρόσωπα

Σύμφωνα πάντως με τις διατάξεις του νομοσχεδίου το δημόσιο θα μπορεί να προμηθεύεται κατασκοπευτικά λογισμικά υπό προϋποθέσεις που θα καθορίζονται με Προεδρικό Διάταγμα των συναρμόδιων Υπουργών, που θα έχει τύχει της προβλεπόμενης επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Παράλληλα καθορίζονται τα πολιτικά πρόσωπα για τα οποία θα μπορεί να δώσει έγκριση ο Πρόεδρος της Βουλής για να τεθούν υπό παρακολούθηση για λόγους Εθνικής Ασφαλείας: “Πολιτικά πρόσωπα” λογίζονται ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί, οι Βουλευτές του Εθνικού και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα ανώτατα μονοπρόσωπα Όργανα των ΟΤΑ Α’ και Β΄ βαθμού(σ.σ. Δήμαρχοι, Περιφερειάρχες)”.

Παράλληλα προβλέπεται πως η θητεία του Εισαγγελέα της ΕΥΠ θα είναι τριετής και δεν θα ανανεώνεται. Μάλιστα αιτιολογείται η ανάγκη ύπαρξης “ειδικών Εισαγγελέων αφού ενισχύουν την εξειδίκευση των προσώπων αλλά και τη στεγανοποίηση των πληροφοριών. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται για την άρση απορρήτου λόγω Εθνικής Ασφάλειας και δεύτερος Εισαγγελέας ώστε να μη λειτουργεί το σύστημα ιδρυματικά. Για τον ίδιο λόγο, οι θητείες των επιτόπιων Εισαγγελέων είναι τριετείς μη ανανεούμενες (ενώ ως σήμερα η θητεία του Εισαγγελέα της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας της ΕΛ.Α.Σ. μπορεί να ανανεωθεί)”.

 

Τέλος, ας δούμε τι λέει και γι αυτά ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Κ. Ευάγγελος Βενιζέλος.

Ας εφαρμόσουμε το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών

Το σχέδιο νόμου για την  άρση του απορρήτου των επικοινωνιών έστω και καθυστερημένα, έστω υπό την πίεση μιας τοξικής δημόσιας ατμόσφαιρας, προσπαθεί να βελτιώσει το νομοθετικό πλαίσιο και περιλαμβάνει κάποια θετικά στοιχεία ιδίως σε σχέση με τη διοίκηση της ΕΥΠ και την οργάνωση της κυβερνοασφάλειας. Πάσχει όμως από μια γενετική αδυναμία: Δεν αποδέχεται ως οδηγό τη συμμόρφωση με τα πορίσματα της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και επιχειρεί να θέσει υπό τη συσταλτική πίεση του νομοθέτη τις συνταγματικές εγγυήσεις του απορρήτου των επικοινωνιών. Σε σχέση μάλιστα με την επείγουσα ανάγκη διερεύνησης εκκρεμών υποθέσεων, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις μπορεί να θεωρηθούν ειρωνικές. Εστιάζω την προσοχή μου στα βασικά.

Η έννοια της εθνικής ασφάλειας

Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 3 του σχεδίου «Λόγοι εθνικής ασφάλειας είναι οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος». Όλα αυτά. Όλοι μπορούν να παρακολουθούνται για όλα.

Η έννοια όμως των λόγων εθνικής ασφαλείας είναι συνταγματική και δεν μπορεί να διευρυνθεί και μάλιστα υπέρμετρα από τον νομοθέτη. Οι «λόγοι εθνικής ασφαλείας» αναφέρονται στο Σύνταγμα σε δύο διατάξεις. Στο άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και στο άρθρο 5 Α  για τους περιορισμούς στο δικαίωμα της πληροφόρησης. Κατά το άρθρο 5 Α  παρ. 1 Σ.: «Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση όπως ο νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο, μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφαλείας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων». Αυτή η διατύπωση, η οποία παραπέμπει ευθέως στην υποχρέωση αιτιολογίας και σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας του Συντάγματος να θεωρηθεί ότι ισχύει και για το άρθρο 19 παρ. 1. Ούτως ή άλλως το άρθρο 19 παρ. 1, ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των κανόνων ερμηνείας του άρθρου 25 Σ. Άρα με υποχρεωτικό σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας.

Στο  Σύνταγμα η εσωτερική ασφάλεια ορίζεται ως «δημόσια ασφάλεια» ( άρθρο 11 παρ. 2) ή ως «δημόσια τάξη» (άρθρο 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3.) Η  «εθνική ασφάλεια» ταυτίζεται καταρχάς με την ανάγκη προστασίας της «εδαφικής ακεραιότητας» της χώρας (που μνημονεύεται στο άρθρο 14 παρ. 3, περ. δ ως  περιορισμός στην ελευθερία του Τύπου), ή την «άμυνα» της χώρας ( που προβλέπεται ως λόγος άρσης της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας στο άρθρο 22 παρ. 4 εδ. β). Σε κάθε περίπτωση, η εθνική ασφάλεια συνδέεται με έννομα αγαθά που τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα και η προσβολή των οποίων συνιστά έγκλημα. Η εθνική ασφάλεια τυποποιείται ποινικά πρωτίστως ως έννομο αγαθό της διεθνούς υπόστασης της χώρας που περιλαμβάνει τα επιμέρους έννομα αγαθά της εδαφικής ακεραιότητας, της διεθνούς ειρήνης και της αμυντικής ικανότητας της χώρας, καθώς και της προστασίας των κρατικών απορρήτων ( άρθρα 138 έως 152 ΠΚ.) Γίνεται δεκτό και ορθώς από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ότι στην έννοια της εθνικής ασφάλειας περιλαμβάνεται και η προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πράγματι, λοιπόν, ο Ποινικός Κώδικας τυποποιεί και την προστασία του πολιτεύματος (άρθρα 134 έως 137 ΠΚ.)

Συνεπώς, η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας διαφοροποιείται μεν από την άρση του απορρήτου για τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος, εφάπτεται όμως με το ενδεχόμενο τέλεσης τέτοιου εγκλήματος ή έστω προπαρασκευαστικών πράξεων. Χωρίς αυτή τη συσχέτιση δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η επιβολή μέτρων περιορισμού του απορρήτου που ανήκει στον πυρήνα της ιδιωτικότητας του προσώπου. Όλα τα, πέραν της κατά κυριολεξία εθνικής ασφάλειας, σοβαρά αντικείμενα που θέλει να προστατεύσει το νομοσχέδιο καλύπτονται από τη δυνατότητα άρσης του απορρήτου για τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος. Δεν χρειάζεται συνεπώς να αποσαρθρωθεί η έννοια της εθνικής ασφάλειας και το εγγυητικό περιεχόμενο του άρθρου 19 Σ.

Οι προϋποθέσεις που θέτει το ΕΔΔΑ

Για την άρση του απορρήτου απαιτείται πάντως κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ «πιεστική ανάγκη» στο πλαίσιο μίας δημοκρατικής κοινωνίας και πρέπει να επιδιώκεται η συγκέντρωση «ζωτικών πληροφοριών», αλλιώς δεν τηρούνται τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών μπορεί να δικαιολογηθεί: Εάν προβλέπεται από τον νόμο, άρα πρέπει να προβλέπεται από το εθνικό Σύνταγμα και την εθνική νομοθεσία η οποία να μην είναι αντισυνταγματική και μη συμβατή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Εάν υπηρετεί έναν ή περισσότερους από τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 ΕΣΔΑ, μεταξύ των οποίων η εθνική ασφάλεια όπως την ορίσαμε. Εάν είναι αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία, προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός. Τα κριτήρια είναι λεπτομερώς επεξεργασμένα και γνωστά. Πρέπει  να υπάρχει το στοιχείο της quality of law, όχι απλώς της νομιμότητας, αλλά της εσωτερικής ποιότητας του νόμου, της αναγκαιότητας, της επάρκειας, της αποτελεσματικότητας, των εγγυήσεων κατά της αυθαιρεσίας και εν μέρει της προβλεψιμότητας (της δυνατότητας του θιγόμενου να μπορεί να προβλέπει ότι  ενδέχεται  να τεθεί υπό μυστική παρακολούθηση). Πάντως πρέπει να υπάρχει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα κατά των σχετικών αποφάσεων, όπως επιβάλλει το άρθρο 13 ΕΣΔΑ. Ένας δε  κρίσιμος δείκτης είναι το ποσοστό απορρίψεων των αιτήσεων της αρχής για άρση του απορρήτου. Το νομοσχέδιο δεν περιέχει ρυθμίσεις που να καλύπτουν όλες  τις απαιτήσεις της νομολογίας του Στρασβούργου.

Το σχέδιο δεν δίνει ευθεία απάντηση ούτε στο θεμελιώδες για την ερμηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 Σ. ερώτημα: ποια είναι η νομική φύση της εισαγγελικής διάταξης που προβλέπεται από την κοινή νομοθεσία ως η απαιτούμενη από το Σύνταγμα  πράξη της δικαστικής αρχής με την οποία αίρεται το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφαλείας;  Είναι ανακριτική  πράξη στο πεδίο του  Ποινικού Δικαίου ή μήπως διοικητικού χαρακτήρα ενέργεια; Το Σύνταγμα αναφερόμενο σε δικαστική αρχή και ο νόμος αναθέτοντας την έκδοση της συγκεκριμένης δικαστικής πράξης σε εισαγγελικά όργανα, δηλαδή όργανα της ποινικής δικαιοσύνης, αντιμετωπίζει την πράξη αυτή ως ανακριτική, ως πράξη που κινείται στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου. Ακόμα και εάν υιοθετήσουμε προς στιγμή την εκδοχή ότι λειτουργικά η εισαγγελική διάταξη είναι διοικητική πράξη, αυτή και πάλι είναι ποινική κατά τα λεγόμενα κριτήρια Engel της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Το νομοσχέδιο στο άρθρο 5 παρ. 1 συνομολογεί τον ποινικό χαρακτήρα των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας, αλλά δεν συνάγει τις έννομες συνέπειες που έχει αυτή η παραδοχή. Μια βασική συνέπεια συνδέεται με τα πολιτικά πρόσωπα.

Τα πολιτικά πρόσωπα

Το σχέδιο νόμου αναγνωρίζει ότι πρέπει να ισχύουν ειδικές αυξημένες εγγυήσεις για τα πολιτικά πρόσωπα. Κατασκευάζει όμως μια δικής του επινόησης έννοια πολιτικού προσώπου που υπάγεται στην ειδική εγγύηση της προηγούμενης άδειας του Προέδρου της Βουλής (ΠτΒ). Αυτό μπορεί να φαίνεται εύλογο στον μη νομικό, αν και πρακτικά ο ΠτΒ έρχεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να πρέπει να εγκρίνει την πιθανή παρακολούθηση της Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ), του Πρωθυπουργού ή αρχηγού κόμματος. Κατά το ισχύον όμως  Σύνταγμα τέτοια αρμοδιότητα ούτε έχει ούτε μπορεί να αποκτήσει ο ΠτΒ. Κατ’ αρχάς το σχέδιο νόμου εκλαμβάνει τον ΠτΒ ουσιαστικά ως μονοπρόσωπο όργανο που υποκαθιστά τη συλλογική και πολυκομματική Βουλή, τυπικά δε ως διοικητικό όργανο που συμπράττει στην έκδοση μιας δικαστικής πράξης. Ο ΠτΒ ασκεί όμως διοικητικές αρμοδιότητες μόνο σε σχέση με την αυτονομία της Βουλής και σύμφωνα με τον Κανονισμό της, αυτές δε οι πράξεις  υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο ( άρθρο 65 παρ. 6 Σ.). Σίγουρα δεν έχει καμία αρμοδιότητα για την ΠτΔ, τους δημάρχους και τους περιφερειάρχες.

Αυτό το δυσλειτουργικό υβρίδιο του νομοσχεδίου οφείλεται στην αντίφαση να αναγνωρίζεται η ανάγκη ειδικών εγγυήσεων για τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά αυτές να αναζητούνται αυτοσχεδιαστικά εκτός Συντάγματος. Εντός Συντάγματος οι σχετικές ρυθμίσεις είναι μόνο αυτές των άρθρων 49, 61, 62 και 86. Οι προβλεπόμενοι συνταγματικά θεσμοί είναι το βουλευτικό ανεύθυνο περιλαμβανομένου του βουλευτικού απορρήτου, το βουλευτικό ακαταδίωκτο, το ανεύθυνο του ανωτάτου άρχοντος και η ποινική ευθύνη των υπουργών.

Το νομοσχέδιο εξομοιώνει τους δημάρχους και περιφερειάρχες με την ΠτΔ αλλά σιωπά ως προς δύο ιδιαίτερα ευαίσθητες κατηγορίες προσώπων η μυστική παρακολούθηση των οποίων έχει γίνει αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας από το ΕΔΔΑ, τους δικηγόρους και τους δημοσιογράφους.

Η ενημέρωση του θιγέντος και η ΑΔΑΕ

Τέλος, το νομοσχέδιο κάνει ένα βήμα ως προς τη δυνατότητα εκ των υστέρων ενημέρωσης του θιγέντος στο απόρρητο των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφαλείας χωρίς προφανώς  να έχει προκύψει κάτι ενοχοποιητικό που να προκάλεσε ποινική δίωξη. Αυτή όμως η δυνατότητα παρέχεται μετά την πάροδο τριετίας ακόμη και αν δεν υπάρχει λόγος για μια τόσο μεγάλη χρονική απόσταση. Η ρύθμιση είναι προφανώς δυσανάλογη και ως πολιτικό μήνυμα προς τους αδικαιολόγητα θιγέντες που αναζητούν εξηγήσεις προσβλητική. Η ενημέρωση εξαρτάται  δε από την απόφαση τριμελούς επιτροπής με πρόεδρο τον Εισαγγελέα της ΕΥΠ και μέλη τον Διοικητή της ΕΥΠ και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα δικαστικού ελέγχου καθώς όλα τα κρίσιμα στοιχεία θα έχουν προ πολλού καταστραφεί. Άλλωστε, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο «Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας στην απόφαση και χωρίς τήρηση πρακτικών. Στην περίπτωση που αποφασισθεί η ενημέρωση, το καθ’ ου η άρση πρόσωπο ενημερώνεται μόνο για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήματος πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούμενου».

Το κρισιμότερο όμως είναι ότι το νομοσχέδιο δεν φαίνεται να ενσωματώνει ούτε στη νομοθετική βούληση ούτε καν στη διατύπωσή του τη ρητή και κατηγορηματική πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρου 19 Σ., σύμφωνα με την οποία «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». Αυτή η αρχή είναι η ΑΔΑΕ που  δεν είναι ο αμήχανος αρχειοθέτης χιλιάδων ανώνυμων και αναιτιολόγητων εισαγγελικών διατάξεων που αίρουν το απόρρητο των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφαλείας, αλλά ο συνταγματικά προβλεπόμενος εγγυητής του απορρήτου.

Η φιλελεύθερη δημοκρατία στη χώρα μας χρειάζεται ριζική αλλαγή του δημοσίου κλίματος και αυτό απαιτεί πολιτικές υπερβάσεις και νομική σαφήνεια. Τα θετικά βήματα είναι  ευπρόσδεκτα. Αυτό που απαιτείται όμως είναι ένα άλλο θεσμικό ήθος της πολιτικής εξουσίας  που να βασίζεται όχι σε υπεκφυγές και υβρίδια αλλά στον πρόθυμο σεβασμό του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. –

 

 

 

 

You may also like

Είμαστε μια ομάδα που αποτελείται απο δημοσιογράφους, ερευνητές, εκφωνητές, οικονομολόγους και όχι μόνο. Αν έχετε τυχόν ερωτήσεις, είμαστε στη διάθεσή σας στο ακόλουθο e-mail.

Contact: [email protected]

@ 2022 – All Right Reserved. Designed and Developed by WebLegends.gr