Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκονται ενώπιον αδιεξόδου στις επικείμενες αποφάσεις για την εμπλοκή (ή τον βαθμό εμπλοκής ή τη μη εμπλοκή) στην κρίση της Ουκρανίας, καθώς όλες οι εναλλακτικές επιλογές θα προκαλέσουν προβλήματα στις σχέσεις της Ελλάδας με τρίτες χώρες.
  • Από τον Αλέξανδρο Τάρκα

Οι αμερικανικές πληροφορίες και εκτιμήσεις, όπως μεταφέρθηκαν στον κ. Μητσοτάκη ήδη πριν από τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Βλ. Πούτιν στις αρχές Δεκεμβρίου, ορίζουν τα μέσα Φεβρουαρίου ως πιθανότερο χρόνο της εισβολής ή εσωτερικής προβοκάτσιας της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ταυτόσημα μηνύματα των ΗΠΑ μεταφέρθηκαν στην ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία προ ημερών, δείχνοντας ότι η ώρα των τελικών διαβουλεύσεων του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια με το ΝΑΤΟ και την Ουάσινγκτον βρίσκεται πολύ κοντά.

Στο ίδιο πλαίσιο, αναμένεται η οριστικοποίηση της επίσκεψης του υπουργού Εθνικής Αμυνας Ν. Παναγιωτόπουλου στις ΗΠΑ πριν από τα μέσα Φεβρουαρίου, έπειτα από τρεις αναβολές την τελευταία διετία. Αν και η ελληνική πλευρά δικαίως επιθυμεί να δοθεί έμφαση στη διμερή συνεργασία και σε μηνύματα προς την Τουρκία, το ζήτημα της Ουκρανίας σχεδόν θα μονοπωλήσει τις συζητήσεις του κ. Παναγιωτόπουλου στο Πεντάγωνο και το Κογκρέσο. Από την άλλη πλευρά, ο Λευκός Οίκος δεν έχει απαντήσει στο αίτημα ορισμού συνάντησης του κ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.

Οι πιθανότητες επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον είναι πάντως περισσότερες από το παρελθόν. Το Μαξίμου την επιθυμεί διακαώς (με προτεραιότητα στις επικοινωνιακές σκοπιμότητες), αλλά στην παρούσα συγκυρία οι συνομιλίες Μητσοτάκη – Μπάιντεν θα είναι, επίσης, σχεδόν μονοθεματικές λόγω της Ουκρανίας. Βέβαια, ούτως ή άλλως ο κ. Μητσοτάκης έχει πολύ περιορισμένες δυνατότητες αποτελεσματικών παρεμβάσεων στις ΗΠΑ για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και άλλα μείζονα θέματα. Αυτό αποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, με τη μη ένταξη της Σκύρου στην αμυντική συμφωνία MDCA, παρά την πρωθυπουργική βεβαιότητα που διατυπώθηκε ανοιχτά σε Αμερικανούς γερουσιαστές που επισκέπτονταν την Αθήνα στα τέλη του καλοκαιριού. Η αδυναμία Μητσοτάκη επιβεβαιώθηκε και με το non paper της απόσυρσης της στήριξης των ΗΠΑ στο (όντως ανεδαφικό) σχέδιο του αγωγού EastMed.

Σύμφωνα με εγκυρότατες πηγές, η αμερικανική πρεσβεία δεν έχει υποβάλει λίστα επίσημων αιτημάτων στην κυβέρνηση, αλλά τη βολιδοσκόπησε ανεπίσημα ως προς τη διεύρυνση των σήμερα παρεχόμενων αμυντικών διευκολύνσεων για τον χρόνο αμέσως πριν και αμέσως μετά τη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία. Κατά τις ίδιες πηγές, η Ουάσινγκτον κατανοεί ότι το μοντέλο των μελλοντικών ελληνικών διευκολύνσεων δεν είναι δυνατόν να ομοιάζει με το «ελεύθερο πάσο» κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1991 ή των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν το 2001, καθώς τότε υπήρχε συναίνεση στον ΟΗΕ και στο ΝΑΤΟ.



Αντίθετα, οι διευκολύνσεις θα ομοιάζουν περισσότερο με την κρίση του Κοσόβου του 1999, όταν οι Κ. Σημίτης και Γ. Παπανδρέου, αφενός, απάντησαν ότι η Ελλάδα δεν θα γίνει ορμητήριο βομβαρδισμών κατά της Σερβίας (με το σκεπτικό ότι «είμαστε γείτονες και θα ζούμε αύριο πάλι μαζί») και, αφετέρου, παρείχαν ό,τι άλλο ζητήθηκε. Οπως άδειες υπερπτήσεων των «ιπτάμενων ραντάρ» AWACS και υποστήριξη σε άλλα σχέδια συλλογής πληροφοριών και αεροπορικές επιχειρήσεις. Παρόμοια πολιτική υιοθετήθηκε στον δεύτερο Πόλεμο του Κόλπου το 2003 με ακώλυτη χρήση της βάσης της Σούδας και το μετέπειτα -πολιτικάντικο- αίτημα Σημίτη στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι δεν χρειαζόταν η δημόσια αναφορά της Ελλάδας στη λίστα των χωρών που συνέδραμαν τις ΗΠΑ.

Όμως, λόγω της φύσης και της σοβαρότητας της τρέχουσας -ιστορικής- αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με τη Ρωσία, ούτε το «μοντέλο Κοσόβου» θα επαναληφθεί απολύτως. Γιατί το αίτημα του ΝΑΤΟ το 1999 για μεταφορά δυνάμεων μέσω Θεσσαλονίκης υπεβλήθη εν όψει τερματισμού των επιχειρήσεων και αποστολής της ειρηνευτικής δύναμης KFOR. Τώρα αναμένεται ότι οι ΗΠΑ θα ζητήσουν διεκπεραίωση στρατιωτικών δυνάμεων και υλικού μέσω Αλεξανδρούπολης στον καυτό χρόνο πριν και μετά τη ρωσική εισβολή μαζί με την απαιτούμενη (σε όλες τις παρόμοιες κρίσεις διεθνώς) εκτεταμένη διοικητική υποστήριξη. Εδώ, ακριβώς, ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να βρει -αν υπάρχει- τη χρυσή τομή.

Η ικανοποίηση όλων των αμερικανικών αιτημάτων ίσως οδηγήσει σε ευθεία αντιπαράθεση Αθήνας – Μόσχας. Ωστόσο ενδεχόμενη προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να ισορροπήσει μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας θα κάνει τα πράγματα χειρότερα για τα ελληνικά συμφέροντα. Γιατί, ακόμα κι αν η Ελλάδα αγνοούσε τις συμμαχικές υποχρεώσεις της, το Κρεμλίνο ούτε μπορεί ούτε θέλει να παράσχει ανταλλάγματα. Ως οδός διαφυγής του κ. Μητσοτάκη φαινόταν η οχύρωση πίσω από την ηπιότερη γραμμή της Γαλλίας και της Γερμανίας. Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν όμως ότι ο πρόεδρος Μακρόν και ο καγκελάριος Σολτς, σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ, προσανατολίζονται τελικά στην επιβολή νέων κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας.



* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη

https://www.helleniscope.com/2022/01/27/adiexodo-mitsotaki-stin-oukraniki-krisi/?fbclid=IwAR2XdbCEVCg3XSHM5xkWQ2jwo1GAOHZKxle_lTcNboKXeUGw4xS9NHCYG7k