Home Greek News 1906 -2016 110 χρόνια από το Ολοκαύτωμα της Αγχιάλου Αν.Ρωμυλίας (30/07/1906)

1906 -2016 110 χρόνια από το Ολοκαύτωμα της Αγχιάλου Αν.Ρωμυλίας (30/07/1906)

by _
0 comment 185 views

Της Γεωργίας Μποντού-Τοκαλή Αντιδημάρχου Παιδείας και Πολιτισμού Δήμου Βόλου

 

Η Αγχίαλος (σημ. Πομόριε της Βουλγαρίας), πόλη χτισμένη σε μια στενή λωρίδα γης στο βόρειο εξωτερικό άκρο του κόλπου Πύργου (Μπουργκάς), στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, ιδρύθηκε περί τα τέλη του 6ου, αρχές 5ου π.Χ. αιώνα ως αποικία της γειτονικής Απολλωνίας, αποικίας της Μιλήτου. Κατά την μακραίωνη και πλούσια ιστορία της η πόλη άλλαξε αρκετά ονόματα. Στους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν Αγχιάλεια, στους Βυζαντινούς Αγχιάλη και μεταγενέστερα Αχελώ. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού (96-117μΧ.), η πόλη είχε την προσωνυμία Ουλπία. Σήμερα έχει την ονομασία Πομόριε.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, η Βόρεια Θράκη παραμένει αμιγώς ελληνική, ενώ ακμάζει κατά τη Βυζαντινή περίοδο, αφού αποτελεί το προπύργιο του ελληνισμού στις σλαβικές, αβαρικές και βουλγαρικές επιδρομές. Παραμένει αναλλοίωτη κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, η Αγχίαλος κατοικούνταν από 5.000-6.000 Έλληνες και λιγοστούς Βουλγάρους. Ο ελληνισμός κυριαρχεί με ιδιαίτερη ζωντάνια, και οι ελληνικές πόλεις Αγχίαλος, Σωζόπολη, Στενήμαχος, Μεσήμβρια αλλά και πολλές άλλες σφύζουν από ζωή, καθώς αποτελούν σημαντικά εμπορικά και πνευματικά κέντρα. Κατά την επανάσταση του 1821, η συμμετοχή των Ανατολικορωμυλιωτών ήταν ευρύτατη. Αρκετοί μάλιστα εντάχθηκαν στον Ιερό Λόχο, στρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Παρά τη συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία του ελληνικού στοιχείου, η Βόρεια Θράκη δεν κατάφερε ποτέ να απελευθερωθεί και να προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος.

To 1877 ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος με αποτέλεσμα την υπογραφή της περίφημης συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, το Μάρτιο του 1878, με την οποία οι Ρώσοι υποχρέωσαν τον Σουλτάνο να παραχωρήσει στη νέα βουλγαρική ηγεμονία τη μισή Θράκη και πάνω από τη μισή Μακεδονία. Oι ευρωπαϊκές δυνάμεις, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον ρυθμιστικό ρόλο της Ρωσίας στη Βαλκανική Χερσόνησο, έσπευσαν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στο Συνέδριο του Βερολίνου να συρρικνώσουν τη μεγάλη Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου. Περιορίστηκε λοιπόν σε ένα Πριγκιπάτο, που καταλάμβανε την περιοχή ανάμεσα στο Δούναβη και τα βουνά της θρακικής πεδιάδας. Με τον τρόπο αυτό, ανακήρυξαν ολόκληρη τη βόρεια Θράκη ημιαυτόνομη οθωμανική επαρχία με χριστιανό διοικητή διορισμένο από τον Σουλτάνο. Τότε, το καλοκαίρι του 1878, δημιουργήθηκε η επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη (σημ. Πλόβντιβ). Με τη συνθήκη του Βερολίνου (1878), η Ανατολική Ρωμυλία αποκτά την αυτονομία της.

Το 1885 οι Βούλγαροι πραξικοπηματικά κηρύσσουν την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στην τότε βουλγαρική ηγεμονία. Ο βούλγαρος ηγεμόνας Αλέξανδρος αυτοανακηρύσσεται « ηγεμών των δύο Βουλγαριών» με τις Μεγάλες Δυνάμεις να μένουν απλοί παρατηρητές.

Τα αποτελέσματα υπήρξαν δραματικά για τον ελληνισμό της περιοχής οικογένειες χωρίστηκαν, κτηματίες έμειναν ξαφνικά χωρίς ιδιοκτησία και έμποροι έχασαν τις δουλειές τους. Επακολούθησαν πογκρόμ, απαγορεύσεις, ειδικοί νόμοι, σφαγές καθώς και το κλείσιμο σχολείων και εκκλησιών με τελικό στόχο τον εκβουλγαρισμό των Ελλήνων της περιοχής.

Οι Βούλγαροι φυσικά δεν είχαν παραιτηθεί από τους όρους της Συμφωνίας του Αγίου Στεφάνου, που τους χάριζε εδάφη και τα οποία τους στέρησε η συνθήκη του Βερολίνου. Με πρόγραμμα την κατάκτηση νέων εδαφών, οργάνωσαν την επεκτατική πολιτική τους σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών που ζούσαν ακόμη υπό από την οθωμανική κυριαρχία. Η βουλγαρική ηγεμονία μετήλθε κάθε μέσου για την ολοκλήρωση των σχεδίων της στην υπόδουλη Μακεδονία και Θράκη.

Μπορεί κανείς να αντιληφθεί τι μπορεί να σήμαιναν όλες αυτές οι εξελίξεις για τους Θρακιώτες των πόλεων και της υπαίθρου, ακόμα και για τους εμπόρους ή τους καραβοκύρηδες, οι οποίοι παρά τα συνεχή ταξίδια σε όλο τον κόσμο, πιθανόν ελάχιστα κατανοούσαν πώς λειτουργούσαν τα πράγματα στη διεθνή πολιτική σκηνή ή στα Βαλκάνια κι ακόμα λιγότερο τις ιστορικές συγκυρίες και τα διπλωματικά τεχνάσματα.

Πώς μπήκαν σύνορα, τελωνεία, διαβατήρια εκεί που μέχρι χτες έβοσκαν τα ζώα του γείτονα, πώς βρέθηκαν «Εξαρχικοί» παπάδες με τα κλειδιά των εκκλησιών στο χέρι κι από που ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί οι τσαρικοί αξιωματικοί και διοικητικοί υπάλληλοι σε μια αυτόνομη οθωμανική, ωστόσο, επαρχία, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει.
Τα μέτρα που λήφθηκαν μετά το 1885 από το βουλγαρικό πριγκηπάτο είχαν ως απώτερο στόχο τη συστηματική φυλετική αφο¬μοίωση και εν τέλει τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου της Βόρειας Θρά¬κης.
1. Με τον νόμο του 1891 το ελληνικό σχολείο μπήκε στο στόχαστρο. Τα ελληνικά δημοτικά έκλεισαν, με αποτέλεσμα τα κτίρια και οι αντίστοιχοι πόροι να περιέλθουν στον βουλγαρικό έλεγχο.
2. Η μη αναγνώριση των ελληνικών ορθοδόξων κοινοτήτων ως νομικών προσώπων είχε ως βασικές συνέπειες την καταπάτηση της ακίνητης περιουσίας τους και συνεπακόλουθα την απόρριψη των ελληνικών αγωγών από τα αρμόδια βουλγαρικά δικαστήρια.
3. Μετά το 1885, οι βουλγαρικές κυβερνήσεις εκδίωξαν από τους υπηρεσίες τους όλους τους έλληνες δημοσίους και δημοτικούς υπαλλήλους.
4. Επέ¬βαλαν δυσβάσταχτους φόρους στους Έλληνες της Βόρειας Θράκης, με σκοπό την οικονομική τους εξουθένωση, αλλά και εμπορικό αποκλεισμό του κυρίαρχου οικονομικά ελληνικού στοιχείου, ο οποίος επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Βόρεια Θράκη και έπληξε ζωτικά ελληνικά συμφέροντα.
5. Ενθάρρυναν με κάθε τρόπο τη μετανάστευση βουλγαρικών πληθυσμών προς τις παράλιες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου, ενώ παράλληλα εξαπέλυαν σκληρή και μειωτική επίθεση κατά των Ελλήνων μέσω του Τύπου. Το μέτρο που απέβλεπε τελικά στην εθνολογική αλλοίωση του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας και του Εύξεινου Πόντου με τη διαρκή συσσώρευση βουλγαρικών πλη¬θυσμών σε αυτά είχε ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται από το 1878 και να αποδίδει καρπούς στην βουλγαρική πλευρά.

Όλη αυτή η οργανωμένη πολιτική εκβουλγαρισμού και αφανισμού των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Ρωμυλίας κορυφώθηκε με το Ολοκαύτωμα της Αγχιάλου στις 30 Ιουλίου 1906.
Μέχρι το 1906 αναφέρεται σε υπόμνημα του Πατριαρχείου προς την Πύλη ότι οι Έλληνες της Βουλγα¬ρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας έφταναν τους 100.000 . Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το μακεδονικό ζήτημα δυναμίτιζε τις ελληνοβουλγαρικές και ελληνοτουρκι¬κές σχέσεις. Μάλιστα, οι ελληνικές επιτυχίες στη Μακεδονία στα 1904-1905 είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίω¬σης του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας. Εντούτοις, ακόμη και μετά τα τραγικά αυτά συμβά¬ντα, η επίσημη βουλγαρική ηγεσία συνέχιζε να επιδεικνύει μια δήθεν διαλλακτική στάση σχετικά με το μακεδονικό ζήτημα. Προσπαθούσε να καταλαγιάσει τα οξυμμένα βουλγαρικά πάθη και να αποτρέψει τα αντίποινα στον ελληνισμό της Βόρειας Θράκης. Όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος, δεν κατέστη δυνατό να κοπάσει η εθνικιστική βουλγαρική έξαψη. Το καλοκαίρι του 1906 ξέσπασαν ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία και στα κυριότερα ελληνικά αστικά κέντρα, κυρίως της Φιλιππούπολης, της Στενημάχου, του Πύργου, της Βάρνας, με αποκορύφωμα την καταστροφή της Αγχιάλου.

Από το έργο του Απόστολου Π. Ευθυμιάδη, Η συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους (από του 1361 μέχρι του 1920), αντλούμε και παραθέτουμε τις παρακάτω πληροφορίες σχετικά με τα τραγικά και ολέθρια για τον ελληνισμό γεγονότα της Αγχιάλου. Οι έλληνες κάτοικοι της Αγχιάλου, όταν πληροφορήθηκαν τους βανδαλισμούς των βουλγάρων κομιταζήδων και, βλέποντας την αδιαφορία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, υποτιθέμενων εγγυητριών της Συνθήκης του Βερολίνου για τα πρωτάκουστα αυτά εγκλήματα των Βουλγάρων αλλά και την απροσχημάτιστη συμμετοχή και της βουλγαρικής Κυβέρνησης στα εγκλήματα αυτά, συνειδητοποίησαν ότι δυστυχώς μόνον με τις δικές τους δυνάμεις θα μπορούσαν να προστατεύσουν τη ζωή τους και τις περιουσίες τους από τους βανδαλισμούς. Εξοπλίσθηκαν λοιπόν οι Αγχιαλίτες με περίστροφα και με ρόπαλα, ενώ οι βούλγαροι κομιτατζήδες αλλά και ο φανατισμένος βουλγαρικός όχλος ήταν οπλισμένοι με χειροβομβίδες και δυναμίτιδα. Ανησυχώντας για την ασφάλειά τους, γνωστοποίησαν την έκρυθμη αυτή κατάσταση με αναφορές τους και με τηλεγραφήματά τους στον τότε Ηγεμόνα της Βουλγαρίας Φερδινάνδο και στον βούλγαρο Πρωθυπουργό, οι όποιοι, όμως, όχι μόνον δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις των Ελλήνων της Αγχιάλου, αλλά, αφού είχαν οργανώσει προηγουμένως τους επικειμένους βανδαλισμούς κατά της Αγχιάλου, αναχώρησαν και οι δυο για το εξωτερικό.

Οι βουλγαρικές αρχές, λοιπόν, προσπάθησαν με δόλιο τρόπο να εξουδετερώσουν την άμυνα των Αγχιαλιτών. Ο βούλγαρος Νομάρχης διέταξε με εντολή της βουλγαρικής Κυβέρνησης ένας λόχος του βουλγάρικου στρατού να καταλάβει την Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν φρουρούμενη μέχρι τότε από τους κατοίκους της Αγχιάλου και αποτελούσε το ισχυρό προπύργιο για την προστασία της πόλης από οποιαδήποτε επιδρομή. Το πρόσχημα για την κατάληψη της Μονής από τον βουλγαρικό στρατό ήταν ότι θα επιτυγχανόταν έτσι η ασφάλεια της πόλης και των κατοίκων της. Τρεις μέρες πριν την καταστροφή της Αγχιάλου, ο βούλγαρος Νομάρχης Πύργου με τηλεγράφημα προς τον Μητροπολίτη Αγχιάλου Βασίλειο τον καθησυχάζει ότι το ποίμνιό του αλλά και τα ελληνικά και εκκλησιαστικά ευαγή ιδρύματα είναι ασφαλή και του εγγυάται ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τους Έλληνες της Αγχιάλου, προκειμένου εκείνοι να χαλαρώσουν τα μέτρα ασφαλείας που είχαν πάρει. Από την άλλη, διαπιστώνεται ότι στις 28 Ιουλίου 1906 ο φανατισμένος βουλγαρικός όχλος είχε ήδη εξοπλιστεί στον Πύργο και προετοιμαζόταν πυρετωδώς για την επιδρομή κατά της Αγχιάλου. Σημειωτέον ότι την ίδια μέρα η εβδομαδιαία βουλγαρική τοπική εφημερίδα «Κράι» εξέδωσε κατά μία μέρα νωρίτερα το φύλλο της, προκειμένου να προλάβει με εμπρηστικό δημοσίευμά της να φανατίσει τον βουλγαρικό όχλο ώστε να επιτεθούν στην ελληνική Αγχίαλο, η οποία αποτελεί, όπως έγραφε, «μυρμηγκοφωλιά» του ελληνισμού στη βουλγαρική γη. Ο Νομάρχης με επιστολή του προς τον Δήμαρχο τον διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας και τον προτρέπει να μη θορυβείται από «ανοησίες». Αντίστοιχα απευθύνθηκε και προς τον Έπαρχο, να μην ανησυχεί.

Το Σαββάτο, 29 Ιουλίου 1906, στα γραφεία της εφημερίδας «Κράι» έφτασαν προκηρύξεις και κατέφθασαν πολλοί βούλγαροι υπάλληλοι, οι οποίοι μαζί με τον Διευθυντή της εφημερίδας επισκέφθηκαν τον βούλγαρο Έπαρχο. Εκεί, σε σχετική σύσκεψη οργάνωσαν συλλαλητήριο του βουλγαρικού όχλου και δόθηκαν οδηγίες για τους επικείμενους βανδαλισμούς. Ο Έπαρχος με την σειρά του καθησύχαζε το Δημοτικό Συμβούλιο ενώ οι Βούλγαροι έδιναν οδηγίες στις βουλγαρικές οικογένειες να απομακρυνθούν από την Αγχίαλο.

Τα μεσάνυχτα του Σαββάτου προς Κυριακή, 30 Ιουλίου 1906, ο έλληνας Δήμαρχος της Αγχιάλου έλαβε συνθηματικό τηλεγράφημα από τον Πύργο, με το οποίο πληροφορούνταν ότι περισσότεροι από διακόσιοι διαδηλωτές οπλισμένοι με χειροβομβίδες και δυναμίτιδα κατευθύνονταν από τον Πύργο στην Αγχίαλο για την καταστροφή της. Και πάλι ενημέρωσε τον Έπαρχο, ο οποίος και πάλι τον καθησύχασε.
Μετά από δυο ώρες κατέφθασαν στην Μονή του Αγίου Γεωργίου της Αγχιάλου περισσότεροι από διακόσιοι ένοπλοι βούλγαροι κομιτατζήδες. Ο Έπαρχος έδωσε εντολή να αποσυρθεί αμέσως η βουλγαρική φρουρά της Μονής και να αφεθούν ελεύθεροι οι οπλισμένοι κομιτατζήδες και διαδηλωτές προκειμένου να εισέλθουν στην Αγχίαλο. Ταυτόχρονα διέταξε να δοθούν τα κλειδιά της Μονής του Άγιου Γεωργίου στον επικεφαλής του συρφετού των ένοπλων Βουλγάρων για να γίνει εκεί το ορμητήριο της επιδρομής

Στις 4 π.μ., ξημερώματα Κυριακής, 30 Ιουλίου 1906, δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης με συνεχείς και δαιμονιώδεις κωδωνοκρουσίες από τα κωδωνοστάσια του Ιερού Ναού της Παναγίας. Καλούσαν πάνδημους τους Βούλγαρους να ενωθούν με τους κομιτατζήδες για να καταστρέψουν την Αγχίαλο. Και πριν προλάβουν οι Έλληνες της Αγχιάλου να καταλάβουν τι συμβαίνει, ο βουλγάρικος συρφετός άρχισε τους εμπρησμούς σε όλη την πόλη. Οι έλληνες κάτοικοι αμύνθηκαν με όσα μέσα διέθεταν στην κόλαση των εμπρησμών, ανατινάξεων κτιρίων και εκρήξεων. Οι αμυνόμενοι κάτοικοι προσπάθησαν στην αρχή να απωθήσουν τους πάνοπλους κομιτατζήδες μέσα σε ποτάμια αίματος και διάσπαρτα πτώματα. Στις αλλεπάλληλες εφόδους και λυσσώδεις επιθέσεις τους οι Έλληνες απέκρουαν με επιτυχία πέρα από τον ελληνικό Ιερό Ναό με πολλές ωστόσο απώλειες. Στην τρίτη έφοδο των Βουλγάρων κι, ενώ οι σθεναρά αμυνόμενοι Έλληνες με πείσμα κέρδιζαν έδαφος, κατέφτασε και η έφιππος βουλγαρική Χωροφυλακή όχι για να προστατέψει τους Έλληνες αλλά για να τους πείσει να μην προβάλουν αντίσταση στους βούλγαρους επιδρομείς, μπαίνοντας μπροστά ως προπύργιο των άνανδρων κομιτατζήδων.
Η τροπή που έλαβαν τα πράγματα ήταν ολέθρια. Καθώς πυρπολούσαν την πόλη οι βούλγαροι επιδρομείς, ζήτησαν ταυτόχρονα βοήθεια από τον Πύργο με τηλεγράφημα, και οι βουλγαρικές αρχές προσκάλεσαν με κωδωνοκρουσίες τους βούλγαρους κατοίκους να βοηθήσουν τους «αγωνιζόμενους αδερφούς» τους για τον εμπρησμό της Αγχιάλου και την εξόντωση των κατοίκων της, φέροντας βαρύ οπλισμό, τον οποίο ο ίδιος ο Έπαρχος μοίρασε στον φανατισμένο βουλγάρικο όχλο. Από εκείνη την ώρα ξεκίνησε η αληθινή τραγωδία των φρικαλεοτήτων, οι οποίες μετέτρεψαν την Αγχίαλο σε πραγματική κόλαση.

Μέσα από τις πύρινες φλόγες οι Έλληνες εξακολουθούν να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση, ενώ οι βούλγαροι επιδρομείς, αφού διέπραξαν λεηλασίες, εμπρησμούς, και σφαγές σε βάρος των ελλήνων κατοίκων της Αγχιάλου επιδόθηκαν σε ολοσχερή καταστροφή της πόλης. Στόχος φυσικά της αγριότητας των Βουλγάρων υπήρξε και το Μητροπολιτικό Μέγαρο, όπου διέμενε ο έλληνας Μητροπολίτης Αγχιάλου, τον οποίο οι επιδρομείς με μένος αναζητούσαν για να τον κάψουν ζωντανό και οι κάτοικοι προσπαθούσαν να προστατεύσουν.

Όσοι Έλληνες γλίτωσαν από την φοβερή πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη κατέφυγαν στην περιοχή των αλυκών και από εκεί με βάρκες σε τουρκικό έδαφος, όπου υπήρχε ισχυρό ελληνικό στοιχείο, όπως στη Σμύρνη, στην Κων¬σταντινούπολη και στην Αίγυπτο, ενώ άλλοι κατευθύνθηκαν στον Πύρ¬γο, στη Μεσημβρία και στη Σωζόπολη, από όπου αναχώρησαν με ατμό-πλοια για την Ελλάδα. Αυτός ήταν και ο σκοπός των Βουλγάρων, να εκριζωθεί ο ελληνισμός της Αγχιάλου και γενικότερα της Βόρειας Θράκης από τις αρχαιοτάτων χρόνων πατρογονικές εστίες τους.
Το τέλος της ελληνικής αντίστασης υπήρξε οικτρό. Συνολικά στην Αγχίαλο καταστράφηκαν 707 ελληνικά σπίτια, δύο ελληνικές εκκλησίες και έχασαν την ζωή τους πολλοί Έλληνες. Οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν τα 50.000.000 φράγκα. Την ίδια μέρα που πυρπολήθηκε η Αγχίαλος, καταστράφηκαν ελληνικές περιουσίες και σε άλλα χωριά. Από θαύμα γλίτωσε τότε η Στενήμαχος.

Το Ολοκαύτωμα της Αγχιάλου ενέπνευσε, όπως ήταν φυσικό, πολλούς ποιη¬τές, καλλιτέχνες και διανοούμενους και είχε ιδιαίτερα σοβαρό αντίκτυπο στο ελληνικό κράτος. Στα δύο μεγαλύτερα και σημαντικότερα κέντρα του ελληνισμού, στην Κωνσταντινού¬πολη και στην Αθήνα, παράλληλα με τα συλλαλητήρια, εμφανιζόταν έντονα κι επίμονα το αίτημα για αντίποινα και συνεπακόλουθα διακοπή των ελληνοβουλγαρικών διπλωματικών σχέσεων. Στην ουσία όμως η κατάσταση επιδεινωνόταν. Η βουλγαρική κυβέρνηση πήρε νέα μέτρα για την οριστική πια απαγόρευση της λειτουργίας των ελληνικών σχολείων, ζήτησε την ανάκληση ορισμένων ελλήνων προξενικών υπαλλήλων καθώς και τη μεταβολή της στάσης του Πατριαρχείου ως προς το βουλγαρικό στοιχείο της Μακεδο¬νίας και της Θράκης. Υποδαύλισε κατά το δυνατόν τις συνεχιζόμενες καταπιέσεις των ελλήνων κατοίκων, οι οποίοι βίωναν τον συνεχή εκβιασμό με την απειλή της καταστρο¬φής των περιουσιών τους, προκειμένου να παραχωρούν εκούσια τις ελληνικές εκκλησίες αλλά και τα πολυάριθμα ελληνικά φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πολλοί, ακόμη και με κίνδυνο της σωματικής τους ακεραιό¬τητας, έσπευδαν να καταφύγουν σε ελληνικά εδάφη. Όταν η Βουλγαρία αυτοανακηρύχθηκε τον Οκτώβριο του 1908 ανεξάρτη¬το βασίλειο, και η Ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε και τυπικά σε αυτό, το ελληνικό στοιχείο άρχισε να φθίνει ραγδαία, παρά το γεγονός ότι διατηρούνταν ακόμη ακμαίες ελληνικές κοινότητες στα παράλια αστικά κέντρα του Εύξεινου Πόντου αλλά και στο νότιο τμήμα της σημερινής Βουλγαρίας.

Στην Ελλάδα οι Αγχιαλίτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Αθήνα και στον Πειραιά και ένα χρόνο αργότερα άρχισαν να εγκαθίστανται στη σημερινή Νέα Αγχίαλο του Βόλου. Το δεύτερο ρεύμα των ελλήνων προσφύγων από την Αγχίαλο ήρθε στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), που αφορούσε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, και σχημάτισαν κοντά στη Θεσσαλονίκη το συνοικισμό της Νέας Αγχιάλου. Μετά το 1919 παρέμειναν μόνο 346 ελληνικές οικογένειες στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας.

Όπως προαναφέρθηκε, στην αρχή οι πρόσφυγες ζούσαν συγκεντρωμένοι στην Αθήνα. Πολλοί Αγχιαλίτες υποστήριζαν την άποψη να εγκατασταθούν τμηματικά σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, τελικά όμως επικράτησε η γνώμη να συγκεντρωθούν όλοι σε έναν συνοικισμό ώστε να υπάρχει μια εστία με το όνομα της παλιάς πατρίδας, γιατί διαφορετικά θα έσβηνε το όνομά της. Έτσι επιτροπή Αγχιαλιτών επισκέφθηκε την περιοχή της σημερινής Νέας Αγχιάλου του νομού Μαγνησίας κατά το 1907 και την έκρινε κατάλληλη για την εγκατάσταση τους και τη δημιουργία του οικισμού τους. Η τοποθεσία ήταν πάνω σε κεντρικό οδικό δίκτυο και παραθαλάσσια, όπως η παλιά πατρίδα. Η περιοχή αυτή όμως βρισκόταν στην ιδιοκτησία του τσιφλικά Π. Τοπάλη, που τότε έμενε στο Γαλάζιο της Ρουμανίας. Η επιτροπή προέβη σε ενέργειες προς την Κυβέρνηση Θεοτόκη, η οποία ενέκρινε την αγορά του κτήματος. Για την αγορά του κτήματος μετέβη στη Ρουμανία επιτροπή Αγχιαλιτών, και ο Τοπάλης, που προερχόταν επίσης από οικογένεια Αγχιαλιτών, πούλησε το κτήμα για 2.000.000 χρυσές δραχμές. Το ποσό αυτό κατέβαλε η κυβέρνηση και στη συνέχεια οι Αγχιαλίτες το εξόφλησαν μέσω του Γεωργικού Θεσσαλικού Ταμείου. Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου 1907, μπαίνει ο θεμέλιος λίθος για την καινούργια τους πατρίδα. Ο οικισμός χτίστηκε στη θέση «Καινούριο», αμφιθεατρικά, στα ριζά ενός χαμηλού βουνού που εμποδίζει τους βόρειους ανέμους, ενώ από τα νότια δροσίζεται από τον Παγασητικό Κόλπο. Ανατολικά και δυτικά εκτείνονται τα ελαιοπερίβολα, τα αμπέλια και τα χωράφια της. Ο οικισμός ονομάστηκε Νέα Αγχίαλος. Στο κέντρο του οικισμού, το 1907, χτίστηκε ο Ναός του Αγίου Γεωργίου σε ανάμνηση του ναού της παλαιάς πατρίδας. Μέσα στο 1908 ολοκληρώθηκαν τα πρώτα 960 λιθόκτιστα διώροφα και μονώροφα σπίτια, και οι Αγχιαλίτες εγκαταστάθηκαν πια στη Νέα Αγχίαλο.

Σήμερα το ελληνικό στοιχείο παραμένει έντονο στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας, καθώς 1.500 περίπου Έλληνες κατοικούν στην πόλη και περίπου 60 παιδιά φοιτούν στο Ελληνικό Σχολείο, όπου έχουν τη δυνατότητα να μάθουν την ελληνική γλώσσα και ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς, ενώ παράλληλα λειτουργεί χορωδία μικρών και μεγάλων.

Οι Αγχιαλίτες δεν ξέχασαν ποτέ την πατρίδα τους. Μάλιστα, οι δεσμοί των δύο πόλεων, Νέας Αγχιάλου και Πομόριε, ενισχύθηκαν με τη μεταξύ τους αδελφοποίηση, ήδη από το 1989. Εμείς, ως Αγχιαλίτες, έχουμε χρέος απέναντι στους προγόνους μας να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τις σχέσεις με την παλιά Αγχίαλο, να μην αφήσουμε να σβήσουν το ελληνικό στοιχείο, η ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά ήθη και έθιμα. Οφείλουμε να μεταλαμπαδεύσουμε τη μνήμη της παλιάς πατρίδας στις νέες γενιές για να διατηρηθεί η ιστορική συνέχεια, για να γνωρίζουν τις ρίζες τους και την ιστορία του τόπου τους. Γιατί το πάντα γίνεται αιώνιο όταν η καρδιά και το μυαλό δεν σταματούν να θυμούνται, δεν θέλουν να ξεχνούν.

Πηγή:

1906 -2016 110 χρόνια από το Ολοκαύτωμα της Αγχιάλου Αν.Ρωμυλίας (30/07/1906)

You may also like

Είμαστε μια ομάδα που αποτελείται απο δημοσιογράφους, ερευνητές, εκφωνητές, οικονομολόγους και όχι μόνο. Αν έχετε τυχόν ερωτήσεις, είμαστε στη διάθεσή σας στο ακόλουθο e-mail.

Contact: [email protected]

@ 2022 – All Right Reserved. Designed and Developed by WebLegends.gr